Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Ανοικτό σεμινάριο ενυδρειοπονίας 8/6/2013 στο Μαραθώνα

Σάββατο 8/6/2013 – Μαραθώνας 

10:00 – Προσέλευση

10:30 – Έναρξη

10:30 – 11:00 – Παρουσίαση εγχειρήματος

11:00 – 12:00 – Θεωρητική παρουσίαση ενυδρειοπονίας

12:00 – 14.00 – Αναλυτική παρουσίαση συστήματος σε λειτουργία

14:00 – 15:30 – Διάλειμμα – Συλλογική κουζίνα Μοιραζόμαστε το φαγητό μας!


15:30 – 17:30 – Κατασκευή τμήματος για καλλιέργεια φακήςνερού

17:30 – 18:00 – Απολογισμός εργαστηρίου

Για περισσότερες πληροφορίες στείλτε μας email στο info@spithari.org ή στο τηλέφωνο 6985982871
www.spithari.org

Δωρεάν σεμινάρια Ανθοκηπουρικής από το Ι.Γ.Ε.

Το Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστημών (ΙΓΕ) διοργανώνει δωρεάν σεμινάρια Ανθοκηπουρικής (Ανθοκομία - Κηποτεχνία - Συστήματα Αρδεύσεως - Δενδροκομία - Λαχανοκομία) διάρκειας 500 ωρών που απευθύνονται σε ανέργους, ηλικίας από 20 έως 35 ετών.


Αιτήσεις θα γίνονται στα γραφεία της Υπηρεσίας (Λεωφόρος Κηφισίας 182, Κτήμα Συγγρού, Μαρούσι), στον πρώτο όροφο του κτιρίου Κριμπά από τις 5 έως τις 28 Ιουνίου 2013 και ώρες από 13.00 έως 20.30.

Πληροφορίες: κος Βαβουράκης Νικόλαος, τηλέφωνο 210.80.83.312,
Κτίριο Κριμπά (1ος όροφος), από Δευτέρα έως και Πέμπτη και ώρες 13.00 με 20.30

Πηγή: news.agrigate.gr

Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Πολλές φορές η σύγχρονη επιστήμη έχει σκύψει στον τρόπο διατροφής και ζωής των αρχαίων και έχει μελετήσει αρχαία συγγράμματα σε μια προσπάθεια να απαντήσει και σε ένα απλό ερώτημα πέρα από τα πολυσύνθετα. Γιατί οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήταν τόσο έξυπνοι;
 
Η απάντηση για πολλούς είναι μια και στηρίζεται στις αρχές που έθεσε ο πατέρας της Ιατρικής ο Ιπποκράτης, που έλεγε «νους υγιής εν σώματι υγιεί» και «φάρμακο σου είναι η τροφή σου».
 
Στηριζόμενη σε αυτές τις ρήσεις, η κ. Δήμητρα Τυλλιανάκη, χειρουργός οδοντίατρος, αν και ξεκίνησε από την κλασική ιατρική, στην πορεία ασχολήθηκε και με την ομοιοπαθητική αλλά και τη διεξοδική μελέτη των διατροφικών συνηθειών στις εποχές του Ιπποκράτη και του Πυθαγόρα.
 
Ο λόγος που το έκανε ήταν για να απαντήσει σε ένα ερώτημα που τη βασάνιζε έντονα. «Γιατί παρά την εξέλιξη της επιστήμης θερίζουν οι ασθένειες; Ο καρκίνος , τα καρδιοεγκεφαλικά και τα αυτοάνοσα νοσήματα;» Ψάχνοντας τις απαντήσεις άρχισε να αμφισβητεί τη θεραπεία μόνο με φάρμακα και στάθηκε στην ολιστική αντιμετώπιση του ανθρώπου. Μάλιστα η ίδια αν και μαραθωνοδρόμος, διαπίστωσε ότι παρά τον υγιεινό τρόπο ζωής της, έκανε και λάθη, που δε γνώριζε.
 
Ένα από αυτά ... κατανάλωνε ψωμί και μακαρόνια, κατανάλωνε δηλαδή σιτάρι. Και τί το «κακό» έχει το σιτάρι; Γλουτένη. Μια ουσία που βρίσκεται παντού στη σύγχρονη διατροφή και κρατάει σε «υπνηλία» τον εγκέφαλο. Οι αρχαίοι, σιτάρι δεν έβαζαν στο στόμα τους. Διότι δεν υπήρχε. Καλλιεργούσαν το δημητριακό Ζέα, πλούσιο σε μαγνήσιο που θεωρείται η τροφή του εγκεφάλου.
 
«Πριν ασχοληθώ με τη μελέτη της Ιπποκράτειας διατροφής, νόμιζα ότι έκανα καλή διατροφή, αλλά δεν έκανα. Κατανάλωνα ψωμί και μακαρόνια. Όπως διαπίστωσα στη συνέχεια, στην αρχαιότητα δεν έτρωγαν στάρι. Υπήρχε ένα δημητριακό το «Ζεα» το οποίο είναι πλούσιο σε μαγνήσιο, «τροφή» του εγκεφάλου. Για αυτό και οι προγονοί μας ήταν έξυπνοι. Υπάρχει μεγάλη πιθανότατα αυτό να οφείλεται στο ότι δεν έτρωγαν στάρι που έχει γλουτένη, ουσία που συγκολλάει τις νευρικές απολήξεις και δεν αφήνει τον εγκέφαλο να σκεφτεί ελεύθερα και να δημιουργήσει.
 
Μια άλλη ουσία που έχει το συγκεκριμένο δημητριακό είναι το αμινοξύ Λυσίνη το οποίο ενδυναμώνει το ανοσοποιητικό σύστημα και έχει ελάχιστη γλουτένη».
 
Η κ. Τυλλιανάκη ζυμώνει το ψωμί της με Ζέα και φτιάχνει και τα μακαρόνια της από το ίδιο δημητριακό. Είναι σούπερ τροφή και δεν χρειάζεται μεγάλη ποσότητα για να χορτάσει ο οργανισμός. Η καλλιέργεια του απαγορεύτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα.
 
«Καλλιεργούνταν στην Ελλάδα και απαγορεύτηκε αιφνιδιαστικά - άγνωστο γιατί. Το έχουν οι Γερμανοί και το εξάγουν. Είναι πανάκριβο κοστίζει 6,5 ευρώ το κιλό!»
 
Η ίδια συνιστά στους καταναλωτές να καταναλώνουν τροφές που δεν έχουν υποστεί επεξεργασία, διότι όλες οι βιταμίνες βρίσκονται στον φλοιό.
 
«Βγάζουν το φλοιό των τροφίμων και στη συνέχεια οι βιταμίνες γίνονται συμπληρώματα διατροφής».
 
Όσον αφορά στην κατανάλωση κρέατος αυτή ήταν ελάχιστη και μόνο όταν το άτομο ήταν υγιές. Όταν υπήρχε κάποια ασθένεια δεν καταναλωνόταν κρέας.
 
Και η Πυθαγόρεια διατροφή στηρίζεται στην Ιπποκράτεια, με εξαίρεση στην κατανάλωση κρέατος, που για τον Πυθαγόρα, απαγορευόταν δια ροπάλου.
 
Ιπποφαές
 
Στην αρχαιότητα μεγάλη κατανάλωση είχε και ένας πορτοκαλί καρπός , το Ιπποφαές.
 
Περιέχει 192 βιταμίνες και είναι όλες απορροφήσιμες από τον οργανισμό.
 
Στις εκστρατείες του, ο Μέγας Αλέξανδρος παρατήρησε, ότι τα άρρωστα και τραυματισμένα άλογα θεραπεύονταν τρώγοντας τα φύλλα και τους καρπούς του φυτού και άρχιζε να γυαλίζει το τρίχωμα τους, από την παρατήρηση αυτή δόθηκε και η ονομασία του (ίππο - φάος = άλογο που γυαλίζει).
 
Έτσι άρχισαν να το χρησιμοποιούν και οι στρατιώτες του, μαζί με τον ίδιο για να είναι πιο ισχυροί στις εκστρατείες. Υπάρχουν επίσης αναφορές ότι το χρησιμοποιούσε στις εκστρατείες του και ο Τζέγκις Χαν.
 
Το ιπποφαές μνημονεύεται από τον Θεόφραστο, μαθητή του Αριστοτέλη, αλλά κυρίως από τον Διοσκουρίδη τον Αναζαρβέα, πατέρα της φαρμακολογίας.
 
Αναφορές στο Ιπποφαές υπάρχουν στην Θιβετιανή και κινέζικη ιατρική. Από το 1929, όταν για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε βιοχημική ανάλυση των καρπών του φυτού, οι γνώσεις για της φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού συνεχώς αυξάνονται. Πλέον υπάρχει τεκμηριωμένη γνώση (Γερμανία, Ρωσία, Καναδάς, Κίνα, Φιλανδία, Αγγλία, Σουηδία κ.α.) για το ιπποφαές και έχουν αφιερωθεί γι αυτό 5 επιστημονικά συνέδρια. Το έλαιο του φυτού παράγεται από τους καρπούς με την μέθοδο της εκθλίψεως, χωρίς χημικά ή άλλα πρόσθετα.
 
ΠΗΓΗ : PERIERGAA

Ελληνικό σιτάρι!!!!

Οι εν Ελλάδι καλλιεργούμενοι σίτοι είναι κατά το πλείστον σκληροί. Αυτό οφείλεται κυρίως, αφ’ ενός μεν σε ειδικούς κλιματολογικούς λόγους (είδος βροχών, ανέμων κλπ.), αφ' ετέρου δε στην χρησιμοποίηση ενός και του αυτού (βρισμένου σπόρου σκληρού σίτου. Αυτοί έχουν ικανή εμπορική αξία λόγω της μεγάλης αποδόσεως αυτών σε σιμιγδάλι, προϊόντος εξαιρετικώς καταλλήλου για την βιομηχανία των ζυμαρικών, επίσης δε και λόγω της λίαν μικρής σε πίτυρο περιεκτικότατος. Το εκ των σιτηρών τούτων παραγόμενο άλευρο παράγει άρτο γευστικότατο και θρεπτικό, παρουσιάζει όμως εις τινά είδη το μειονέκτημα, ότι ο άρτος δεν ογκείται λόγω της μικρής αφυδατώσεως της γλουτένης.

Εκ της μελέτης ημών σαφώς καταδεικνύεται, ότι κατά το πλείστον οι εν Ελλάδι παραγόμενοι σίτοι είναι σκληροί και μικρής σε πίτυρο περιεκτικότητας. Τινές τούτων παράγουν άλευρα των οποίων η απόδοση σε ψωμί είναι αρίστη.
Επίσης παράγονται και μαλακοί σίτοι, των οποίων από πάσης απόψεως άριστος είναι ο εν Λαγκαδά καλλιεργούμενος Eavy-Baart, την ευρεία καλλιέργεια του οποίου δέον να συστήσουν στους παραγωγούς οι κατά τόπους νομογεωπόνοι.

Κατώτεροι παραθέτομαι τις καλλίτερες ποικιλίας των Ελληνικών σίτων κατατάσσοντας σε τέσσερις κατηγορίας ήτοι:
1)Σίτων σκληρών 2)Σίτων σκληρών μετά μαλακών 3)Σίτων ήμισκλήρων 4)Σίτων μαλακών.

1.Σκληροί σίτοι 
Περιφέρεια Βόλου, Φαρσάλων, Αλμυρού 
1) Μαυραγάνι αξία ίση προς Manitoba No1
2) Αρναούτι       »   ίση προς Manitoba No1
3) Ντεβές          »   5 sents ανωτέρα της Manitoba No1
4)Καμπούρα     »    5 sents ανωτέρα της Manitoba No1
5)Ραψάνι           »    5 sents ανωτέρα της Manitoba No1

Περιφέρεια Μεσολογγίου Διμίνι αξία ίση της Manitoba No1

Περιφέρεια Αχαΐας και Ήλιδος 
1) Γκρινιάς αξίας 3 sents μικρότερα της Manitoba No1
2) Μονολόγι αξίας ίσης της Manitoba No1

Περιφέρεια Θεσσαλονίκης 
1) Ασπρόσιτο αξία 5 sents ανώτερα της Manitoba No1
2) Βοιωτικός    »    3     »        »        της Manitoba No1
3) Τσιγγανιώτικο   »     »        »         της Manitoba No1
4) Μαυραγάνι αξία ίση προς την Manitoba No1
5) Κεντράδι αξία ίση προς την Manitoba No1

Περιφέρεια Κατερίνης 
1) Κοκκινοσίταρο αξία ίση προς την Manitoba No1

Περιφέρεια Σερρών 
1) Ασπρόσταχο Χομόνδος αξία ίσης προς Manitoba No1

Περιφέρεια Σιδηροκάστρου 
1) Σαρή Μπασιάκ αξία ίση προς Manitoba No1

Περιφέρεια Λαγκαδά 
1) Hard federation αξία 5 sents ανώτερα της Manitoba No1. H απόδοση των αλεύρων σε άρτο είναι αρίστη.

 Περιφέρεια Ορεστιάδας
1) Σαρή Μπασιάκ αξία ίση προς Manitoba No1
2) Άκ Μπασιάκ » » » » »

Περιφέρεια Παραμυθίας
1) Μαυραγάνι αξία ίση της Manitoba No1

Περιφέρεια Χίου
1) Φραγκοσίταρο αξία 5 sents ανώτερα της Manitoba No1
2)Μαυροθέρη αξία ίση της Manitoba No1

Περιφέρεια Γιαννιτσών
1) Κοντούσι αξία ίση της Manitoba No1

Περιφέρεια Νέου Μοναστηρίου
1) Ντεβέτα αξία ίση της Manitoba No1

2. Σίτοι σκληροί μετά μαλακών 
Περιφέρεια Μεσολογγίου
1) Τσουγκριάς: 1/2 σκληρός και 1/2 μαλακός, αξία ίση της Manitoba No2
2)Μαυραγάνι: 2/3 σκληρός και 1/3 μαλακός, αξία 5 sents ανώτερα του Hard winter No2
3) Λεβέντης: 2/3 σκληρός και 1/3 μαλακός, αξία ίση ανώτερα του Hard winter No2

Περιφέρεια Ευβοίας 
1) Γρεμενιά 3/4 σκλ. καί 1/4 μαλ. αξία 4 sents μικροτ. της Manitoba No1

Περιφέρεια Χανιών
1) Μαυροθέρι 1/2 σκληρ. 1/2 μαλ. αξία ίση του Hard winter No2

Περιφέρεια Χίου
1) Κοκκινοθέρης 1/2 σκλ. 1/2 μαλ. αξία 5 sents μικροτ. της Manitoba No1 

3. Σίτοι ημίσκληροι 
Περιφέρεια Θεσσαλονίκης
1) Hard federation αξία ίση της Manitoba No2
2) Καμπέρα αξία ίση του Hard winter No2

Περιφέρεια Εδέσσης
1) Ασπρόσταρο αξία 3 cents μικρότερης του Hard winter No2

Περιφέρεια Χανίων
1)Λαπρόσιτο 3 cents μικρότερης του Hard winter No2
2) Σιδηρόσταρο » » » » » » 

4) Σίτοι μαλακοί 
Περιφέρεια Μεσολογγίου 1) Γκρινιάς αξία ίση της Manitoba No1

Περιφέρεια Λαγκαδά 1) Eavy-Baart αξία ίση της Manitoba No1 άριστος

Περιφέρεια Κομοτηνής 1) Κηζηλτσές αξία ίση της Manitoba No3

Περιφέρεια Παραμυθίας 1) Κουτρουλιά αξία ίση του Hard winter No2

Περιφέρεια Κοζάνης
1) Κουτρουλια αξία ίση του Hard winter No2
2) Κατρανίτσα  αξία ίση του Hard winter No2

Περιφέρεια Νέου Μοναστηριού 1) Μαυραγάνι αξία ίση της Manitoba No2

Παραδοσιακές ποικιλίες σιταριού στη περιφέρεια Αχαΐας και Ήλιδος 

1. Σίτος Γκρίνιας. Αποτελέσματα χημικής αναλύσεως. Ειδ. βάρ. 77,8 6γρ. 10,9 γλουτ. υγρά 38,8 γλουτ. ξηρά 12,4 εφυδ. 63,8 πίτυρα 18,2 οξύτης 0,028 τέφρα 1,57 ξέν. ύλες 1,95 γαιωδ. προσ.
Ο σίτος αυτός χρώματος βαθυκιτρίνου είναι μίγμα σκληρού μετά μαλακού.
Η απόδοσης του σίτου σε άλευρο ενιαίας ποιότητος είναι περίπου 80%, ή δε σε άρτο του αλεύρου 127 οκ. περίπου για 100 οκ. αλεύρου. Η απόδοση του σίτου σε αλεύρι πιτυρούχο είναι περίπου 92%, η δε σε άρτο του αλεύρου 137 οκ. περίπου για 100 οκ. αλεύρου. Η αξία του σίτου τούτου είναι κατά 2 sents φθηνότερη τοy Hard winter No2.

Κατά την ελευθέρα άλεση o σίτος δίδει, τις εξής ποιότητες. 
1) 74% άλευρο Νο1 
2) 4 % Νο2 
3) 2 % Νο3, Νο4 

2. Σίτος Μαυραγάνι. Αποτελέσματα χημικής αναλύσεως. Είδ. βάρ. 80 ύγρ, 11,4 γλουτ υγρά 32,24 γλουτ. ξηρά 11,28 εφυδ. 65 πίτυρα 16,4 οξύτης 0,030 τέφρα 1,45 ξένες ύλες 0,60 γαιώδ. προσ.
Ο σίτος αυτός χρώματος βαθυκιτρίνου είναι σκληρός. Η απόδοσης του σίτου σε αλεύρι ενιαίας ποιότητος είναι περίπου 80%, η δε σε άρτο του αλεύρου 128 οκ. περίπου για 100 οκ. αλεύρου.
Η απόδοσης του σίτου σε άλευρο πιτυρούχο είναι περίπου 92 % η δε σε άρτο του αλεύρου 138 οκ. περίπου για 100 οκ. αλεύρου Η αξία του σίτου τούτου είναι κατά 3 sents μικρότερη της Manitoba No1.

Κατά την ελευθέρα άλεση ο σίτος δίδει τις κάτωθι ποιότητες. 
1) 45 % σιμιγδάλι 
2) 27 % άλευρο Νο1. 
3) 6 % Νο2. 4) 2% Νο3, Νο4. 

Συμπέρασμα 
Τα σιτάρια στη περιφέρεια αυτή, ιδίως ο σίτος Μαυραγάνι είναι αρίστης ποιότητος. Επειδή όμως η απόδοση του σπόρου είναι μικρή δέον να συστηθεί, αφ’ ενός μεν καλύτερη λίπανση, αφετέρου δε βαθύτερο όργωμα του εδάφους.

 Πηγή: Ο Ελληνικός σίτος—Γεωργ. Θ Πανόπουλου/Ι.Γ. Μεγαλοοικονόμου-Εν Αθήναις-1928

Ζέα ή ζειά-ντινγκελ...

Για την τίφη, την όλυρα και τη ζειά
 Ο Μνησίθεος κατατάσσει στην τρίτη θέση την τίφη, μετά το σιτάρι και το κριθάρι.
Είναι άξιον θαυμασμού ότι ούτε εκείνος που συνέθεσε το έργο του Ιπποκράτη με τον τίτλο Περί διαίτης, όποιος παλαιός άνδρας κι αν ήταν, δεν μνημόνευσε το όνομα της Zειάς.
Γιατί, ακόμα κι αν πίστευε ότι η τίφη αποκαλείται από μερικούς ζειά, έπρεπε αυτός να το δηλώσει. Ίσως, όμως, είναι καλύτερα να παραθέτουμε τα λόγια τους.
Ο Διοκλής, λοιπόν, έγραψε τα εξής στο πρώτο βιβλίο των Υγιεινών προς Πλείσταρχο, στο οποίο εξετάζει και τις δυνάμεις των τροφών: «Μετά το κριθάρι και το σιτάρι επόμενα ως προς τις αρετές είναι περισσότερο από τα άλλα η όλυρα, η τίφη, η ζειά, το ιταλικό κεχρί και το κεχρί». Σε μερικά αντίγραφα δεν αναφέρεται καθόλου η ζειά, ενώ σε μερικά και το «ως προς τις αρετές» δεν έχει γραφτεί έτσι αλλά «ως προς τις χρήσεις» ως εξής: «Μετά το κριθάρι και το σιτάρι επόμενα ως προς τις χρήσεις είναι περισσότερο από τα άλλα η όλυρα, η τίφη, το ιταλικό κεχρί και το κεχρί», ωσάν να είναι άλλος σπόρος η όλυρα και άλλος η τίφη.
Ο Μνησίθεος λέει ότι για έναν σπόρο έχουν καθιερωθεί δύο ονόματα, γράφοντας ως εξής: «Από τους σπόρους καταλληλότατοι για τροφή είναι το σιτάρι και το κριθάρι, και αμέσως μετά από αυτά εκείνο που ονομάζεται με δύο τρόπους, αλλά είναι το ίδιο - γιατί άλλοι το αποκαλούν τίφη και άλλοι όλυρα-. Και μετά γράφει τα εξής: «Μετά από αυτά είναι η ζειά , το κεχρί και το ιταλικό κεχρί».
Στον Διοκλή, λοιπόν, αρκούσε να πει για την τίφη ίλυρα μόνο αυτά που μόλις παρέθεσα.
Ο Μνησίθεος όμως, στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη λεπτομερέστερη εξέταση αυτών, αφού πρώτα έγραψε για το σιτάρι και το κριθάρι και έπειτα για την τίφη , λέει τα εξής: «Από τους υπόλοιπους καλύτερος είναι η τίφη (γιατί τρέφει ικανοποιητικά και χωνεύεται χωρίς πολύ κόπο), ενώ κανείς που τρώει σε μεγάλη ποσότητα ψωμί από ζειά δεν μπορεί να είναι υγιής• ειδικά όσοι είναι ασυνήθιστοι από αυτή την τροφή, ακόμα κι αν φάνε πολύ λίγο.Γιατί είναι βαρύ και δύσπεπτο. Όσοι όμως, ζώντας σε ψυχρή χώρα, αναγκάζονται να τρέφονται με αυτό και να το σπέρνουν, επειδή αντέχει πάρα πολύ στο κρύο και λόγω της έλλειψης σοδειάς σε αυτές τις χώρες. Αυτοί στην αρχή συνηθίζουν να τρώνε λίγο και κατόπιν ότι είναι συνηθισμένο, κάνει και για τα σώματα ευκολότερη την επεξεργασία του. Γενικώς, πρέπει να πούμε ότι η ζειά είναι βαριά και δύσπεπτη, σκληρή και γεμάτη ίνες.
Τη ζειά την έχει μνημονεύσει και ο Θεόφραστος στο έβδομο βιβλίο του έργου Περί φυτών λέγοντας εξής περίπου: «Από όσα μοιάζουν με το σιτάρι και - κριθάρι, όπως η ζειά, η τίφη, η όλυρα, η βρόμη και το αγριόσταρο, το πιο ισχυρό και-που αδυνατίζει περισσότερο το χώμα είναι η ζειά- γατί έχει βαθιές και πολλές ρίζες και πολλά και παχιά καλάμια. Και ο καρπός της είναι πάρα πολύ ελαφρύς και αγαπητός σε όλα τα ζώα». Και πάλι στη συνέχεια: «Η τίφη είναι το πιο ελαφρύ απ' όλα- γιατί έχει ένα και λεπτό καλάμι, και γι' αυτό χρειάζεται φτωχό έδαφος και όχι όπως η ζειά πλούσιο και εύφορο». Και στη συνέχεια αμέσως μετά από αυτά γράφει τα εξής: «Αυτά τα δύο είναι και τα πιο όμοια με το σιτάρι, η ζειά και η τίφη.
Ο Ηρόδοτος στο δεύτερο βιβλίο γράφει τα εξής: Πολλοί ζουν με σιτάρι και κριθάρι, για τους Αιγύπτιους όμως αυτό είναι απαράδεκτο• φτιάχνουν το ψωμί τους από όλυρα, την οποία άλλοι αποκαλούν ζειά.
Ο Διοσκουρίδης στο δεύτερο βιβλίο του έργου Περί ύλης ιατρικής γράφει τα εξής:
Η ζέα είναι δύο ειδών, γιατί άλλη αποκαλείται μονή και άλλη δίκοκη, καθώς έχει τον σπόρο της ενωμένο μέσα σε δύο κάλυκες. Είναι πιο θρεπτική από το κριθάρι και πιο νόστιμη, ενώ, όταν γίνεται ψωμί, είναι λιγότερο θρεπτική από το στάρι.

 Ζειά ή ζέα και όλυρα.
 
Οι περί την ερμηνεία των υπό των αρχαίων συγγραφέων μνημονευομένων και περιγραφομένων φυτών ασχοληθέντες συμπεραίνουνσιν ότι η μεν Ζειά ή Ζέα αναφέρεται εις Σίτον την Σπέλταν η δε Όλυρα εις Σίτον τον μονόκοκκον ή εις Βρίζαν την σιτηράν.

Οι προσδιορίζοντες την όλυραν ως βρίζαν βασίζονται ιδίως εις τον Ησύχιον που λέει: «όλυρα είδος σπέρματος, ή βρώμα τι μεταξύ σίτου και κριθής, οι δε αυτήν κριθήν, άλλοι καρπόν τινά σιτικόν, ζειάν, τινές ζέαν ». Αλλ’ εκ του χωρίου τούτου εξάγεται νομίζω ότι το όνομα όλυρα εδίδετο κατά τόπους εις διαφόρους καρπούς «σιτικούς» , τους και ζειάς και ζέας υπό άλλων αλλαχού ονομαζόμενους. Και ως προς μεν την βρίζαν ουδέ λόγος καν πρέπει να γίνεται, διότι το σιτηρόν τούτο αναφέρεται δια πρώτην φοράν περί τα μέσα του πρώτου μ.Χ. αιώνος (βλ. βρίζα), η δε καλλιέργεια και χρήσις αυτού εις τα Ελληνικά χώρας πρέπει να εισήχθηκε πολύ βραδύτερον.
Κατά την ηνετέραν γνώμην εκ πλείστων σωζομένων χωρίων αρχαίων συγγραφέων εν οις μνημονεύονται η ζειά και η όλυρα προκύπτει ότι τα ονόματα ταύτα επί το πλείστον αναφέρονται εις τα είδη ή διαφοράς Σόργου (Sorghum).
Εν πρώτοις η ζειά των αρχαίων δεν είνε δυνατόν να σημαίνη το είδος Σίτος η Σπέλτα (Triticum Spelta), διότι ο σίτος ούτος ευδοκιμεί και καλλιεργείται εις χώρας ψυχροτέρας των σιτοφόρων τόπων της Ελλάδος και της Ανατολής εν γένει. Εν Ελλάδι και ανά την Ανατολήν σπανίως και μόνο εις ορεινούς τόπους απαντά καλλιεργούμενον το είδος τούτο, ενώ η μεν των αρχαίων ζειά συνήθως αναφέρεται ως είδος κοινής καλλιέργειας ιδίως της Αιγύπτου και της Αραβίας, χωρών εις τας οποίας, λόγο του κλίματος, ο σίτος σπέλτα δεν δύναται να ευδοκιμήση.
Αφ’ ετέρου ο μεν Θεόφραστος όστις αναφέρει, ενίοτε δε και περιγράφει, ουχί ολίγας γνωστάς επί των ημερών του διαφοράς και είδη σίτου (πυρών), διακρίνει από ταύτα την ζειάν, ήν αποκαλεί «πολύλοπον», ο δε συνήθως λεπτομερέστερος εις τας περιγραφάς του Διοσκουρίδης, αναφέρων την όλυραν ως ανήκουσαν εις το γένος (δηλ. εις το είδος) της ζειάς, δεν υποδεικνύει στενήν συγγένειαν ή ομοιότητα αυτής προς τον σίτον (τους πυρούς) εν γένει, εκ της κατατάξεως δε ην τηρεί εν τη περιγραφή των διαφόρων σιτηρών, μνημονεύων μετά τους πυρούς, την κρηθήν και μετά ταύτην την ζειάν και την όλυραν, υποδηλοί την απωτέραν συγγένειαν των τελευταίων δύο προς τους πυρούς, αν και χαρακτηρίζει την ζειάν «τροφιμωτέραν κριθής».
Άλλως η τε ζειά και η όλυρα των αρχαίων δεν δύνανται να χαρακτηρισθώσιν ως είδη ή διαφοραί σίτου και διότι ο καρπός των αναφέρεται ως χρησιμοποιούμενος υπό των Ελλήνων ιδίως προς διατροφήν των κτηνών. Ούτω ο Θεόφραστος λέγει ότι ο καρπός της ζειάς είνε «προσφιλής πάσι τοις ζώοις» (Φ.Ι. 8,9,2). Τα ζειάς αναμεμιγμένας μετά κριθών βλέπομεν εν τη «Οδυσσεία» χορηγουμένας εις τους ίππους (Δ, 41), κριθαί δε και όλυραι χορηγούμεναι εις τους ίππους αναφέρονται και εν τη «Ιλιάδι» (Ε, 196 και Θ, 564).
Εάν η ζειά και η όλυρα ήσαν είδη ή διαφοραί σίτου ο καρπός τους δεν θα εχορηγείτο εις τα κτήνη το πάλαι ότε ο σίτος (οι πυροί) εις τας ελληνικάς χώρας είχεν αξίαν πολύ ανωτέραν της σημερινής. Άλλως τε η χρήσις σίτου (και βρίζης) προς διατροφή των κτηνών, και ιδίως των μηρυκαστικών, αποβαίνει επιβλαβής (προκαλεί τυμπανίτην) άνευ προηγουμένης ειδικής παρασκευής (βράσεως). Ταύτα αποδεικνύουσι νομίζω ότι η ζειά και η όλυρα των αρχαίων δεν αναφέρονται εις είδη ή διαφοράς σίτου.
Εις ποία σιτηρά των σημερινών βοτανικών δυνάμεθα λοιπόν να τα υπάγωμεν;
Ο Ηρόδοτος, περιγράφων τας ως προς τα είθη και έθιμα διαφοράς ας παρετήρησεν ότι υπήρχον μεταξύ των Αιγυπτίων και άλλων λαών της εποχής του, λέγει προς τοις άλλοις ότι ενώ οι άλλοι άνθρωποι ετρέφοντο με πυρούς (σίτον) και κριθάς, οι Αιγύπτιοι, θεωρούντες επονείδιστον την χρήσιν των καρπών τούτων προς αρτοποίαν, ετρέφοντο με ολύρας, αι οποίαι, ως ο ίδιος αναφέρει, έκτοτε ωνομάζοντο και ζειαί(1). Αλλ’ όπως το πάλαι ούτω και σήμερον εν Αιγύπτω οι ιθαγενείς αν και γνωρίζωσι και καλλιεργώσι τον σίτον και την κριθήν, ουχ ήττον προς αρτοποιίαν ποιούσι χρήσιν ουχί του καρπού αυτών αλλ’ είδους σόργου, όπερ είνε κν. Γνωστόν παρ’ ημίν και πανταχού της Ανατολής υπό το όνομα νταρί (συνώνυμα κατά τόπους ασπροσίταρο, λιανοκαλάμποκο ή καλαμπόκι, ενιαχού δε της Κύπρου τσέρκο) και ούτινος αι πολυάρριθμοι διαφοραί και παραλλαγαί από παναρχαιοτάτης εποχής καλλιεργούνται πολλαχού της Ασίας και της Αφρικής και παρέχουσι θρεπτικόν και ευθηνόν άρτον εις πολλά εκατομμύρια ανθρώπων(2). Σόργοι ήσαν βεβαίως αι ζειαί με τας οποίας επί 30 ημέρας ετρέφετο εν Αραβία ο στρατός των Ρωμαίων κατά την από Λευκής Κώμης εις Νέγρανα κοπιώδη και πλήρη στερήσεων πορίαν του (3), διότι ως σήμερον ούτω και τότε ουδέν άλλο σιτηρόν πλην του σόργου παρήγετο εις τον αυχμηρόν και άνυδρον εκείνον τόπον. Είδος σόργου ήτον ωσαύτως η ζειά ήν, ως αναφέρει ο Στράβων, κατά προτίμησην εχρησιμοποίουν προς αρτοποιίαν οι άνθρωποι εν τη μέση Ιταλία, και η οποία εκαλλιεργείτο εις γονιμωτάτας γαίας σπειρομένη επί δύο κατά συνέχειαν έτη εις τον αυτόν αγρόν (4), διότι τόσον εις την μέση όσον και εις την άνω Ιταλίαν και σήμερον έτι οι πολλοί των αγροτών με σόργον και αραβόσιτον τρέφονται και διότι εις γονίμους γαίας ουδέποτε καλλιεργείται σίτος η σπέλτα, κριθή ή βρίζα, αλλά μάλλον άλλοι σίτοι ως και είδη και διαφοραί σόργου και αραβόσιτος, όστις, ως αλλού ελέχθη (βλ. σελ. 134) εισήχθη και διεδόθη ανά τον παλαιόν κόσμον πρό τινων μόλις αιώνων.
Εις είδη λοιπόν ή διαφοράς σόργου ως επί το πλείστον πρέπει ν’ αναφέρωνται η ζειά και η όλυρα των αρχαίων, αφού, ως γνωστόν, των σόργων ο καρπός είνε «προσφιλής πάσι τοις ζώοις», τα οποία τρώγουσιν αυτόν αβλαβώς, και αφού έκπαλαι του καρπού τούτου ποιούσι κατά προτίμησιν χρήσιν προς αρτοποιίαν οι Αιγύπτιοι και οι της Αραβίας και της μέσης και βορείου Ιταλίας κάτοικοι (ούτοι σήμερον ιδίως του αραβόσιτου).
Ενισχύεται άλλως η γνώση ημών αύτη και εκ της ομοιότητος ήτις παρατηρείται μεταξύ των σανσκριτικών και νεοινδικών ονομάτων των σόργων (juar, joar kai jowari) και του ελλ. Ζειά.
Άλλως αι διαφοραί και τα είδη των καλιεργουμένων σόργων (β.λ.) είνε πολλά και ποικίλλουσι μεγάλως και ως προς την μορφήν και τα έξεις και την διάρκειαν του φυτού και ως προς το μέγεθος το σχήμα και το χρώμα του καρπού. Κοινότατον πολλαχού της Ανατολής είνε το σόργον το χαλέπιον, το οποίον ενιαχού και καλλιεργείται ως είδος κτηνοτροφικόν, εις το είδος δε τούτο πιθανώς αναφέρεται η ζειά του Θεόφραστου, όστις λέγει ότι αύτη είνε φ. «ισχυρότατον και μάλιστα καρπιζόμενον… και γαρ πολύρριζον και βαθύριζον και πολυκάλαμον, ο δε καρπός κουφότατος και προσφιλής πάσι τοις ζώοις» (Φ. Ι. 8,9,2). Τοιούτον δε πράγματι είνε Σ. το χαλέπιον, όπερ πρέπει να ήνε η παρ’ άλλοις μη ευγενής όλυρα, διότι διεκρίνετο και ευγενής και ευγενεστάτη όλυρα, εξ ης κατεσκευάζεται «τράγος» (Γαληνός).
Αλλ΄ εις το «μέγα ετυμολογικόν» (α’ μ.Χ. αιώνος) ορίζεται η μεν κριθή ως εξάστοιχος ο δε σίτος ως τετράστοιχος η δε όλυρα ως δίστοιχος, δίστοιχον δε στάχυν γνωρίζουμε μόνον της διστοίχου κριθής (β.λ.), ην υπό το όνομα τούτο (δίστοιχον) αναφέρει και ο Θεόφραστος.
Ώστε είνε πιθανόν εις ωρισμένον τόπον και κατά τινα εποχήν το είδος τούτο της κριθής να διεκρίνετο και υπό το όνομα όλυρα.
Περί του των νεωτέρων βοτανικών γένους zea βλ. αραβόσιτος, δια δε την υπό των ημετέρων φαρμακοποιών όλως αδικαιολογήτως ονομαζομένην ερυσιβώδη όλυραν βλ. γομφόμορφος (βλ. και μηδική η δενδρώδης).

(1) «Από πυρών και κριθέων ωλλοι ζώουσι, Αιγυπτίων δε τω ποιευμένω από τούτων την ζόην όνειδος μέγιστόν έστιν, αλλά από ολυρέων ποιεύνται σιτία, τας ζειάς μετεξέτεροι καλέουσι»(2,36) Και κατωτέρω. «Αρτογαγέουσι δε εκ των ολυρέων ποεύντες άρτους, τους εκείνοι κυλλήστις ουνομάζουσι» (2,77).
(2) Δύο είδη ή διαφοράς σόργου συμπεραίνω ότι εγνώριζον ήδη οι Έλληνες βεβαίως από της εποχής του Ηροδότου, αν ουχί από της εποχής του Ομήρου, διότι τα ονόματα ζειά και όλυρα αυτό σημαίνουσι. Τρίτη διαφορά πρέπει να ήνε η αναφερομένη υπό του Διοσκουρίδη δίκοκκος ζειά. Αλλά και η παρά τω Γαληνώ «ευγενεστάτη όλυρα» διαφορά ή παραλλαγήν σημαίνει.
(3) «Η δε του Συλλαίου προδοσία κακείνην εποίησε την χώραν δυσπόρευτον, τριάκοντα γουν ημέραις διήλθεν αυτήν, ζειάς και φοίνικας ολίγους παρέχουσαν, και βούτηρον αντ’ ελαίου, δια τας ανοδίας»
(4) Προκειμένου περί ομβρικής ο Στράβων λέγει:»Άπασα δ’ ευδαίμων η χώρα, μικρώ δ’ ορειοτέρα, ζειά μάλλον ή πυρώ τους ανθρώπους τρέφουσα» (5, 227), προκειμένου δε περί Καμπανίας επιλέγει «Ιστορείται δ’ ένια των πεδίων σπείρεσθαι δι’ έτους, δις μεν τη ζειά, το δε ρίτον ελύμω, τινά δε και λαχανεύεσθαι τω τετάρτω σπόρω» (5, 242)

Πηγή: Παν. Γ. Γεννάδιος, Φυτολογικόν Λεξικόν, Aθήνα 1914 (σελ. 400)

Παλιές ποικιλίες σιταριού στην Ελλάδα

Για τις Ελληνικές ποικιλίες σιτηρογραφίες έγραψαν ο Παπαγεωργίου (1919), ο Μελάς (1922) και ο Παπαδάκης (1929). Η τελευταία περιγράφει 80 Ελληνικούς τύπους σταριού, πού απομονώθηκαν από τα μίγματα σπόρων, όσα καλλιεργούσαμε τότε σε όλη την Ελλάδα, και ταξινομήθηκαν σύμφωνα με την κατάταξη του Percival. Μ' αυτά τα στοιχεία, καθώς και όσα άλλα δημοσιεύτηκαν από τότε, οι συνηθέστερες ποικιλίες σταριού, πού καλλιεργούνται σήμερα στην Ελλάδα, είναι οι έξης (κατά είδη):

Τ. monococcum
Υπάρχει μια μόνο ποικιλία, ο καπλουτζάς, πού καλλιεργείται ελάχιστα. Έχει μεγάλη αντοχή στο κρύο και στις σκωριάσεις, είναι όμως πολύ όψιμος. Μπορεί να σπαρθεί το φθινόπωρο ή την άνοιξη.

Τ. durum
Η λήμνος, διαλογή από ντόπιο πληθυσμό, είναι ή ποικιλία, πού καλλιεργείται σήμερα περισσότερο. Αντέχει στο κρύο και την κόκκινη σκωρίαση, όχι όμως και στη μαύρη σκωρίαση ή την ξέρα στη κριτική της περίοδο. Σήμερα σπέρνεται σε περισσότερα από 700 χιλιάδες στρέμματα στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Θράκη. Το μαυραγάνι, με άσπρο στάχυ και μαύρα άγανα, βρίσκεται σχεδόν παντού, κυρίως στα νοτιότερα μέρη (Κρήτη, Αργολίδα κλπ). Πιάνει περί τις 400 χιλ. στρέμματα και αντέχει στην ξέρα και τη σκωρίαση, δεν φαίνεται όμως να είναι πολύ προσοδοφόρο. Την ίδια περίπου διάδοση παρουσιάζει και ή ερέτρεια, με μεγάλες δυνατότητες να διαδοθεί περισσότερο.Το κοντούζι (Λάρισα, Γιανιτσά) είναι ποικιλία πολύ ανακατωμένη. Το μονολόγι αντέχει στη ξέρα και τη φτώχεια του εδάφους, γι' αυτό σπέρνεται στην Άττικοβοιωτία και την Εύβοια, όμως προσβάλλεται από τη τερηδόνα (Tilletia).

Άλλες ποικιλίες με μικρότερη σημασία είναι οί έξης: σενατόρε καπέλι, που εισήχθηκε από την Ιταλία. Ντεβές, με μεγάλη άλλοτε διάδοση στις πεδιάδες της βορειοανατολικής Ελλάδας. Δεν αντέχει στην υγρασία, ούτε στο κρύο, επίσης πλαγιάζει εύκολα και υποφέρει από το λίβα και τις σκωριάσεις. Ο ρουσσιάς παρουσιάζει αντοχή στο κρύο και την ξηρασία. Καλλιεργείται στην Ήπειρο χωρίς να δίνει ικανοποιητική απόδοση. Επίσης το τριμήνι, το αρναούτι, ο τούνους, η καμπούρα κλπ.

Τ. turgidum
Το ασπρόσταρο, πού αντέχει στο κρύο, σπέρνεται στην Ήπειρο. Το ραψάνι, με στάχυ κόκκινο και μαύρα άγανα, καλλιεργούταν αρκετά όπου περίπου και ο ντέβες, σε υγρά χωράφια. Αντέχει στο κρύο, την υγρασία και τις σκωριάσεις, γι' αυτό και οι αποδόσεις του είναι συνήθως πολύ καλές. Ο μαυροθέρης (κόκκινο στάχυ με άγανα μαύρα) αντέχει στην ξέρα.

Τ. polonicum
Η μόνη ποικιλία, πού καλλιεργείται, είναι ο λεβέντης (Ηλεία, Ζάκυνθο και Κρήτη). Έχει μαύρα άγανα και δεν αντέχει καθόλου στο κρύο, ούτε και στην ξηρασία. Η γεωργική του άξια είναι πολύ μικρή.

Τ. vulgare
Από το σιτάρι το κοινό ή ποικιλία με την πιο μεγάλη διάδοση είναι σήμερα η Ιταλική μεντάνα, που καλλιεργείται σε 1/2 περίπου εκατομμύριο στρέμματα, Αντέχει στο πλάγιασμα και είναι πολύ παραγωγική, προσβάλλεται όμως από την κόκκινη σκωρίαση, μόλο πού στην αρχή τη συνιστούσαν για ανθεκτική. Άλλη, Ιταλική επίσης ποικιλία, πού έχει αρκετή διάδοση στη Θεσσαλία (πάνω από 400.000 στρέμματα), είναι ή κουαντέρνα. Δεν φαίνεται να αποδίδει όσο ή μεντάνα. Το ξυλόκαστρο είναι διαλογή από ντόπιους σπόρους και ευδοκιμεί στη Στερεά και Νότια Ελλάδα, σήμερα σπέρνεται σε 300.000 περίπου στρέμματα. Η ποικιλία γκρίνιας και τσουγκριάς, πού καλλιεργούνται επίσης αρκετά, αντέχουν στο κρύο, ενώ ή αυστραλιανή κανβέρρα εξακολουθεί να σπέρνεται σε χωράφια αρμυρά, αμμώδη και στραγγερά. Η κατρανίτσα καλλιεργείται στη Δυτική Μακεδονία. Αντέχει θαυμάσια στο κρύο, είναι όμως όψιμη και υποφέρει από την ξέρα, δεν πρέπει να σπέρνεται την άνοιξη, γιατί σαν πραγματικά χειμωνιάτικη δεν ξεσταχυάζει. Ο κουτρουλιάς, μεγάλης επίσης αντοχής στο κρύο, καλλιεργείται σε όλες τις ορεινές περιοχές στη Δυτική Μακεδονία, τη Στερεά, την Ήπειρο και την Πελοπόννησο, θα μπορούσε να αντικατασταθεί με την Ιταλική Rieti, που αποδείχθηκε πολύ αποδοτική στη Δυτική Μακεδονία, όπου κάμνει πολύ κρύο.

Πηγή: Οι μεγάλες καλλιέργειες-Βασιλείου Γ. Χριστίδη/Θεσσαλονίκη 1950

Το Ελληνικό σιτάρι

Οι εν Ελλάδι καλλιεργούμενοι σίτοι είναι κατά το πλείστον σκληροί. Αυτό οφείλεται κυρίως, αφ’ ενός μεν σε ειδικούς κλιματολογικούς λόγους (είδος βροχών, ανέμων κλπ.), αφ' ετέρου δε στην χρησιμοποίηση ενός και του αυτού (βρισμένου σπόρου σκληρού σίτου. Αυτοί έχουν ικανή εμπορική αξία λόγω της μεγάλης αποδόσεως αυτών σε σιμιγδάλι, προϊόντος εξαιρετικώς καταλλήλου για την βιομηχανία των ζυμαρικών, επίσης δε και λόγω της λίαν μικρής σε πίτυρο περιεκτικότατος. Το εκ των σιτηρών τούτων παραγόμενο άλευρο παράγει άρτο γευστικότατο και θρεπτικό, παρουσιάζει όμως εις τινά είδη το μειονέκτημα, ότι ο άρτος δεν ογκείται λόγω της μικρής αφυδατώσεως της γλουτένης.

Εκ της μελέτης ημών σαφώς καταδεικνύεται, ότι κατά το πλείστον οι εν Ελλάδι παραγόμενοι σίτοι είναι σκληροί και μικρής σε πίτυρο περιεκτικότητας. Τινές τούτων παράγουν άλευρα των οποίων η απόδοση σε ψωμί είναι αρίστη.
Επίσης παράγονται και μαλακοί σίτοι, των οποίων από πάσης απόψεως άριστος είναι ο εν Λαγκαδά καλλιεργούμενος Eavy-Baart, την ευρεία καλλιέργεια του οποίου δέον να συστήσουν στους παραγωγούς οι κατά τόπους νομογεωπόνοι.

Κατώτεροι παραθέτομαι τις καλλίτερες ποικιλίας των Ελληνικών σίτων κατατάσσοντας σε τέσσερις κατηγορίας ήτοι:
1)Σίτων σκληρών 2)Σίτων σκληρών μετά μαλακών 3)Σίτων ήμισκλήρων 4)Σίτων μαλακών.

1.Σκληροί σίτοι 
Περιφέρεια Βόλου, Φαρσάλων, Αλμυρού 
1) Μαυραγάνι αξία ίση προς Manitoba No1
2) Αρναούτι       »   ίση προς Manitoba No1
3) Ντεβές          »   5 sents ανωτέρα της Manitoba No1
4)Καμπούρα     »    5 sents ανωτέρα της Manitoba No1
5)Ραψάνι           »    5 sents ανωτέρα της Manitoba No1

Περιφέρεια Μεσολογγίου Διμίνι αξία ίση της Manitoba No1

Περιφέρεια Αχαΐας και Ήλιδος 
1) Γκρινιάς αξίας 3 sents μικρότερα της Manitoba No1
2) Μονολόγι αξίας ίσης της Manitoba No1

Περιφέρεια Θεσσαλονίκης 
1) Ασπρόσιτο αξία 5 sents ανώτερα της Manitoba No1
2) Βοιωτικός    »    3     »        »        της Manitoba No1
3) Τσιγγανιώτικο   »     »        »         της Manitoba No1
4) Μαυραγάνι αξία ίση προς την Manitoba No1
5) Κεντράδι αξία ίση προς την Manitoba No1

Περιφέρεια Κατερίνης 
1) Κοκκινοσίταρο αξία ίση προς την Manitoba No1

Περιφέρεια Σερρών 
1) Ασπρόσταχο Χομόνδος αξία ίσης προς Manitoba No1

Περιφέρεια Σιδηροκάστρου 
1) Σαρή Μπασιάκ αξία ίση προς Manitoba No1

Περιφέρεια Λαγκαδά 
1) Hard federation αξία 5 sents ανώτερα της Manitoba No1. H απόδοση των αλεύρων σε άρτο είναι αρίστη.

 Περιφέρεια Ορεστιάδας
1) Σαρή Μπασιάκ αξία ίση προς Manitoba No1
2) Άκ Μπασιάκ » » » » »

Περιφέρεια Παραμυθίας
1) Μαυραγάνι αξία ίση της Manitoba No1

Περιφέρεια Χίου
1) Φραγκοσίταρο αξία 5 sents ανώτερα της Manitoba No1
2)Μαυροθέρη αξία ίση της Manitoba No1

Περιφέρεια Γιαννιτσών
1) Κοντούσι αξία ίση της Manitoba No1

Περιφέρεια Νέου Μοναστηρίου
1) Ντεβέτα αξία ίση της Manitoba No1

2. Σίτοι σκληροί μετά μαλακών 
Περιφέρεια Μεσολογγίου
1) Τσουγκριάς: 1/2 σκληρός και 1/2 μαλακός, αξία ίση της Manitoba No2
2)Μαυραγάνι: 2/3 σκληρός και 1/3 μαλακός, αξία 5 sents ανώτερα του Hard winter No2
3) Λεβέντης: 2/3 σκληρός και 1/3 μαλακός, αξία ίση ανώτερα του Hard winter No2

Περιφέρεια Ευβοίας 
1) Γρεμενιά 3/4 σκλ. καί 1/4 μαλ. αξία 4 sents μικροτ. της Manitoba No1

Περιφέρεια Χανιών
1) Μαυροθέρι 1/2 σκληρ. 1/2 μαλ. αξία ίση του Hard winter No2

Περιφέρεια Χίου
1) Κοκκινοθέρης 1/2 σκλ. 1/2 μαλ. αξία 5 sents μικροτ. της Manitoba No1 

3. Σίτοι ημίσκληροι 
Περιφέρεια Θεσσαλονίκης
1) Hard federation αξία ίση της Manitoba No2
2) Καμπέρα αξία ίση του Hard winter No2

Περιφέρεια Εδέσσης
1) Ασπρόσταρο αξία 3 cents μικρότερης του Hard winter No2

Περιφέρεια Χανίων
1)Λαπρόσιτο 3 cents μικρότερης του Hard winter No2
2) Σιδηρόσταρο » » » » » » 

4) Σίτοι μαλακοί 
Περιφέρεια Μεσολογγίου 1) Γκρινιάς αξία ίση της Manitoba No1

Περιφέρεια Λαγκαδά 1) Eavy-Baart αξία ίση της Manitoba No1 άριστος

Περιφέρεια Κομοτηνής 1) Κηζηλτσές αξία ίση της Manitoba No3

Περιφέρεια Παραμυθίας 1) Κουτρουλιά αξία ίση του Hard winter No2

Περιφέρεια Κοζάνης
1) Κουτρουλια αξία ίση του Hard winter No2
2) Κατρανίτσα  αξία ίση του Hard winter No2

Περιφέρεια Νέου Μοναστηριού 1) Μαυραγάνι αξία ίση της Manitoba No2

Παραδοσιακές ποικιλίες σιταριού στη περιφέρεια Αχαΐας και Ήλιδος 

1. Σίτος Γκρίνιας. Αποτελέσματα χημικής αναλύσεως. Ειδ. βάρ. 77,8 6γρ. 10,9 γλουτ. υγρά 38,8 γλουτ. ξηρά 12,4 εφυδ. 63,8 πίτυρα 18,2 οξύτης 0,028 τέφρα 1,57 ξέν. ύλες 1,95 γαιωδ. προσ.
Ο σίτος αυτός χρώματος βαθυκιτρίνου είναι μίγμα σκληρού μετά μαλακού.
Η απόδοσης του σίτου σε άλευρο ενιαίας ποιότητος είναι περίπου 80%, ή δε σε άρτο του αλεύρου 127 οκ. περίπου για 100 οκ. αλεύρου. Η απόδοση του σίτου σε αλεύρι πιτυρούχο είναι περίπου 92%, η δε σε άρτο του αλεύρου 137 οκ. περίπου για 100 οκ. αλεύρου. Η αξία του σίτου τούτου είναι κατά 2 sents φθηνότερη τοy Hard winter No2.

Κατά την ελευθέρα άλεση o σίτος δίδει, τις εξής ποιότητες. 
1) 74% άλευρο Νο1 
2) 4 % Νο2 
3) 2 % Νο3, Νο4 

2. Σίτος Μαυραγάνι. Αποτελέσματα χημικής αναλύσεως. Είδ. βάρ. 80 ύγρ, 11,4 γλουτ υγρά 32,24 γλουτ. ξηρά 11,28 εφυδ. 65 πίτυρα 16,4 οξύτης 0,030 τέφρα 1,45 ξένες ύλες 0,60 γαιώδ. προσ.
Ο σίτος αυτός χρώματος βαθυκιτρίνου είναι σκληρός. Η απόδοσης του σίτου σε αλεύρι ενιαίας ποιότητος είναι περίπου 80%, η δε σε άρτο του αλεύρου 128 οκ. περίπου για 100 οκ. αλεύρου.
Η απόδοσης του σίτου σε άλευρο πιτυρούχο είναι περίπου 92 % η δε σε άρτο του αλεύρου 138 οκ. περίπου για 100 οκ. αλεύρου Η αξία του σίτου τούτου είναι κατά 3 sents μικρότερη της Manitoba No1.

Κατά την ελευθέρα άλεση ο σίτος δίδει τις κάτωθι ποιότητες. 
1) 45 % σιμιγδάλι 
2) 27 % άλευρο Νο1. 
3) 6 % Νο2. 4) 2% Νο3, Νο4. 

Συμπέρασμα 
Τα σιτάρια στη περιφέρεια αυτή, ιδίως ο σίτος Μαυραγάνι είναι αρίστης ποιότητος. Επειδή όμως η απόδοση του σπόρου είναι μικρή δέον να συστηθεί, αφ’ ενός μεν καλύτερη λίπανση, αφετέρου δε βαθύτερο όργωμα του εδάφους.

 Πηγή: Ο Ελληνικός σίτος—Γεωργ. Θ Πανόπουλου/Ι.Γ. Μεγαλοοικονόμου-Εν Αθήναις-1928