Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Προτάσεις προς τα σχολεία για αναδασώσεις με δρυς (βελανιδιές)


 
Α. Με φύτεμα
I. Στην  Ελλάδα το φύτεμα στο δάσος γίνεται μόνο τον (Οκτ.), Νοε., Δεκ., Ιαν., (Φεβ.).
Τα δενδρύλλια πρέπει να είναι της ίδιας χρονιάς, δηλαδή αυτά που φύτρωσαν μεταξύ του προηγούμενου Φεβρουαρίου και Μαΐου. Έτσι  πρέπει να γίνει για να υπερέχει ο όγκος της ρίζας από εκείνον, του βλαστού.
II. Πρέπει να ανοίξουμε λάκκο διαμέτρου 50 εκ. και βάθους 50 εκ. Αυτό γίνεται μόνο με μηχάνημα, διότι το έδαφος είναι συνήθως πολύ σκληρό!! Θα πρέπει όμως, να γνωρίζουμε ότι τα μηχανήματα κάνουν μεγάλη ζημιά στην φυσική  αναγέννηση, γιατί συμπιέζουν το έδαφος, φέρνουν το άγονο έδαφος στην επιφάνεια, κ.λπ.
III. Τον λάκκο που ανοίξαμε πρέπει να τον γεμίσουμε με μαλακό  χώμα μέχρι περίπου 30 εκ., για να μπορέσουν οι ρίζες του μικρού δενδρυλλίου που θα φυτέψουμε να εισχωρήσουν γρήγορα προς τα κάτω, ώστε να βρίσκουν νερό και τους καλοκαιρινούς μήνες. (Το πάνω στρώμα ξεραίνεται!). Πάνω στο χώμα τοποθετούμε το δενδρύλλιο και γεμίζουμε το χώρο γύρο του με μαλακό χώμα, χωρίς πέτρες. Πατάμε γύρω – γύρω  χωρίς να πατάμε την μπάλα. Στην συνέχεια, κάνουμε στο χείλος του λάκκου, ένα μικρό ανάχωμα για να περιορίζονται τα νερά του ποτίσματος. Τέλος, ποτίζουμε αμέσως, με 1 -2 κουβάδες νερό. (Στο φύτεμα είναι απαραίτητο το πότισμα, αλλά συνήθως πρακτικώς ανέφικτο!). 
σωστός τρόπος

   
Επειδή τα παραπάνω δεν εξηγούνται στους εθελοντές που συμμετέχουν στις αναδασώσεις και επειδή συνήθως τα δενδρύλλια που φυτεύονται είναι μεγάλα, το φύτεμα συνήθως γίνεται έτσι:
λάθος τρόπος
Έχω ξεθάψει πολλά τέτοια φυτά. Δυστυχώς δεν συνέρχονται, γιατί το δενδρύλλιο βάλθηκε στον σκληρό και άγονο πάτο του λάκκου όπου δυσκολεύονται οι ρίζες του να προχωρήσουν στο βάθος. Επιπλέον θάφτηκε ο λαιμός* του δενδρυλλίου, γεγονός που προκαλεί πρόβλημα στην υγεία του. Ακόμα, εάν συνεχίσουμε κατά τα άλλα, όπως είναι σωστό, δεν θα έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αν πάντως δώσουμε στους εθελοντές δενδρύλλια ενός έτους, καταλαβαίνουν ότι αν τα τοποθετήσουν στον πάτο του λάκκου θα τα θάψουν, οπότε συνήθως μόνοι τους ρωτούν «τι πρέπει να κάνουμε;».
(*λαιμός του φυτού: σημείο που συναντάει ο βλαστός την ρίζα)


Β. Με σπορά
Οι σπόροι φτάνουν γρήγορα  στις καμένες εκτάσεις. Πολλοί φτάνουν με τον αέρα (π.χ. Χαλέπιο πεύκο Pinus halepensis, σφεντάμια και διάφορες πόες).
Άλλοι όμως χρειάζονται βοήθεια, για παράδειγμα: η κουκουναριά Pinus pinea και οι βελανιδιές Quercus spp., των οποίων οι σπόροι είναι βαριοί και γι’ αυτό μεταφέρονται από πουλιά και ιδιαίτερα από την Κίσσα. Η Κίσσα, ο σημαντικότερος μεταφορέας βελανιδιών στην Ευρώπη, δεν φτάνει όμως μακρύτερα από 4 χιλιόμετρα από εκεί που ζει! Λόγω ανθρώπινων επεμβάσεων (υλοτομία, εκχερσώσεις για οικιστική ανάπτυξη, χωράφια, δρόμους, αεροδρόμια κ.λπ.) σήμερα απουσιάζουν από μεγάλες εκτάσεις, κουκουναριές και Ήμερες Βελανιδιές. Για το λόγο αυτό χρειάζεται να τα σπείρουμε εμείς.

Παρακάτω παρουσιάζουμε τις δραστηριότητες που μπορούμε να οργανώσουμε με τα σχολεία:

Ι. Μάζεμα των σπόρων (από Παιδικούς Σταθμούς και Δημοτικά). Το φθινόπωρο, μόλις πέσουν τα βελανίδια από τα δέντρα πρέπει να μαζευτούν γρήγορα, γιατί υπάρχουν πολλά ζώα που τα τρώνε (πουλιά, τρωκτικά, αιγοπρόβατα, γουρούνια κ.λπ.). Η ακριβής εποχή που ωριμάζουν, εξαρτάται από το είδος της βελανιδιάς και την τοποθεσία. Για το λόγο αυτό, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να συνεργάζονται με τοπικούς ειδικούς. Δυστυχώς, οι υπάλληλοι των δασαρχείων συνήθως, παραδόξως και ανεπίτρεπτα, δεν έχουν ιδέα!!

ΙΙ. Μεγάλωμα των δενδρυλλίων (από Παιδικούς Σταθμούς και Δημοτικά). Ιδανική λύση αποτελούν οι άδειες συσκευασίες  TETRA-PAK από γάλα, ενός ή δύο λίτρων. Η διαδικασία είναι η εξής:
-    Πλένουμε καλά τα δοχεία
-    Ανοίγουμε με ένα καρφί 5-6 τρύπες στον πάτο
-    Γεμίζουμε μέχρι 5 εκ. κάτω από το επάνω χείλος του δοχείου με χώμα χωραφιού.
      (pH>7. ΟΧΙ χώμα για λουλούδια, π.χ. καστανόχωμα, όπου έχει pH<6,5)
-    Βάζουμε «ξάπλα» ένα βελανίδι
-    Γεμίζουμε με χώμα μέχρι επάνω
-    Βάζουμε όλα τα δοχεία δίπλα – δίπλα σε ένα λάκκο με άμμο, ο οποίος βρίσκεται σε ηλιόλουστη τοποθεσία (π.χ. ένα σκάμμα)
-    Ποτίζουμε ανάλογα με τον καιρό, τόσο, όσο χρειάζεται ώστε να είναι το χώμα στα δοχεία, ελαφρά υγρό.
-    Τα δενδρύλλια τα δίνουμε το φθινόπωρο σε Γυμνάσια και Λύκεια για φύτεμα.

Για το φύτεμα (το οποίο απαιτεί πότισμα, βλ. παράγραφο Α), ποτίζουμε τα δοχεία καλά ώστε  να γίνει το χώμα συμπαγές. Μετά ανοίγουμε προσεκτικά με κοπίδι το δοχείο και φυτεύουμε στο λάκκο των 50 Χ 50 εκ.

ΙΙΙ. Σποροφύτευση Βελανιδιάς (από Γυμνάσια και Λύκεια). Γίνεται σε καμένα δάση και σε βοσκοτόπους. Μετά τις πρώτες βροχοπτώσεις, σπέρνουμε τα βελανίδια κατευθείαν στην οριστική τους θέση. Εάν δεν έχουμε τη δυνατότητα να περιφράξουμε, θα σπείρουμε περίπου 100 βελανίδια ανά στρέμμα, έχοντας υπόψη ότι βγαίνουν περίπου τα 10 για τους εξής λόγους: άλλα τρώγονται από τρωκτικά, σε άλλα δεν έγινε αρκετά βαθειά η τρύπα, ενώ άλλα τρώγονται από αιγοπρόβατα ή και άγρια φυτοφάγα ζώα αμέσως μόλις βλαστήσουν.
  
Καλύτερη λύση, αν υπάρχει έντονος κίνδυνος από βόσκηση και άλλες παρεμβάσεις, είναι να σπέρνουμε μόνο 8 σημεία ανά στρέμμα. Ανοίγουμε στο κάθε σημείο 5 διαφορετικές τρύπες διαμέτρου 20 εκ. και βάθους 30 εκ. και σπέρνουμε στην κάθε μια από ένα βελανίδι. Σε αυτή την περίπτωση είναι καλό να έχουν σημανθεί τα σημεία σποράς από ειδικούς. Η επιτυχία είναι σχεδόν 100% σίγουρη. Η παρακολούθηση της ανάπτυξης των δενδρυλλίων (π.χ. κλάδεμα για επιτάχυνση της ανάπτυξής τους) διευκολύνεται πολύ με αυτές τις μικρές τοπικές περιφράξεις, γιατί βρίσκουμε εύκολα τα σημεία σποράς.

 
Γ. Με υποστήριξη της φυσικής αναβλάστησης
Σε αυτή τη δραστηριότητα, μπορούν να βοηθήσουν σχολεία πρόσκοποι και άλλες τοπικές ομάδες. Περιλαμβάνει αναπτυξιακό κλάδεμα, αραίωμα (κυρίως σε πεύκα) και ενδεχόμενες μικρές ατομικές περιφράξεις. Οι περιφράξεις μεμονωμένων νεαρών δενδρυλλίων, είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση σε μέρη όπου υπάρχει άφθονη φυσική σπορά και αναγέννηση, αλλά η αναδάσωση εμποδίζεται από την υπερβόσκηση (π.χ. δάση Ξηρόμερου).

Βίκος: σπορά, καλλιέργεια

Βίκος: σπορά, καλλιέργεια

Είναι το σπουδαιότερο από τα καλλιεργούμενα φθινοπωρινά κτηνοτροφικά ψυχανθή, γιατί προσαρμόζεται ευρύτερα στα διάφορα οικολογικά περιβάλλοντα της χώρας μας, αλλά και γιατί αναμφισβήτητα είναι από τα πιο κατάλληλα φυτά, για την εφαρμογή της απαραίτητης αμειψισποράς και ξερικά χωράφια που έχουν εξαντληθεί από τη συνεχόμενη μονοκαλλιέργεια των σιτηρών.
Είναι φυτό σανοδοτικό και καρποδοτικό και αποτελεί άριστη ζωοτροφή. Καλλιεργείται ακόμα για βόσκηση και για χλωρή λίπανση.

Το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών και Βοσκών Λάρισας δημιούργησε τις ακόλουθες 6 ποικιλίες βίκου, που για τη χώρα μας είναι ασυναγώνιστες: ΜΙΝΩΣ, ΤΕΜΠΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΖΕΦΥΡΟΣ, ΑΧΙΛΛΕΑΣ και ΕΥΗΝΟΣ.
ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
           
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ
Οι μέτριες θερμοκρασίες είναι οι πιο κατάλληλες για τηανάπτυξη του βίκου. Οι χαμηλές θερμοκρασίες επιβραδύνουν την ανάπτυξη των φυτών. Τα αναπτυγμένα φυτά αντέχουν σε θερμοκρασίες μέχρι 10 βαθμούς Κελσίου κάτω από το μηδέν, ενώ όταν η θερμοκρασία κατέλθει στους 17 βαθμούς καταστρέφονται τελείως.
ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΙΣ
Οι περιοχές όπου καλλιεργείται ο βίκος πρέπει να έχουνετήσιες βροχοπτώσεις τουλάχιστον 450 χιλιοστών.
ΕΔΑΦΟΣ
Τα διάφορα είδη βίκου δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις σε έδαφος. Ο βίκος ευδοκιμεί σε εδάφη βαθιά, πλούσια, μέσης σύστασης. Είναι ανθεκτικός στην οξύτητα του εδάφους περισσότερο από άλλα ψυχανθή. Η καλή στράγγιση του εδάφους είναι απαραίτητη γιατί ο βίκος υποφέρει πολύ από την εδαφική υγρασία.
ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ
           
ΑΜΕΙΨΙΣΠΟΡΑ
Στην αμειψισπορά ο βίκος μπορεί να ακολουθήσει οποιοδήποτε άλλο εξαντλητικό φυτό, όπως το σόργο, ο αραβόσιτος τα ζαχαρότευτλα. Πρέπει να αποφεύγεται η σπορά του σε χωράφι που τον προηγούμενο χρόνο έχει καλλιεργηθεί με βίκο ή άλλο ψυχανθές. Ο βίκος για σανό αποτελεί καλό προηγούμενο για το σιτάρι.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΕΔΑΦΟΥΣ
Ο βίκος δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις για την προετοιμασία της κλίνης του σπόρου. Όταν ακολουθεί καλοκαιρινά φυτά όπως βαμβάκι, αραβόσιτο ή άλλα σκαλιστικά τα επανειλημμένα σκαλίσματα αφήνουν το έδαφος σε ικανοποιητική κατάσταση ώστε να μπορεί να γίνει σπορά στα πεταχτά και ένα δισκοσβάρνισμα είναι αρκετό για την κατεργασία του εδάφους και την κάλυψη του σπόρου. Η άροση είναι απαραίτητη όταν υπάρχουν πολλά ζιζάνια.
ΕΠΟΧΗ ΣΠΟΡΑΣ
Στις βορειότερες περιοχές της ζώνης καλλιέργειας του βίκου η σπορά γίνεται νωρίς την άνοιξη μετά την παρέλευση των χαμηλών θερμοκρασιών του χειμώνα. Στις νοτιότερες περιοχές όπου δεν υπάρχει κίνδυνος από τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα η σπορά γίνεται το φθινόπωρο.

ΣΥΓΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΜΕ ΣΙΤΗΡΑ
Για την παραγωγή σανού καλό είναι ο βίκος να συγκαλλιεργείται με διάφορα άλλα φυτά, όπως η βρώμη, το κριθάρι, ή βρίζα. Η καλλιέργεια του βίκου με τα σιτηρά αφ' ενός μεν συντελεί στην απόκτηση προϊόντος καλύτερης ποιότητας γιατί ο βίκος αναρριχάται στο σιτηρά και κατ' αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η επαφή της χαρτομάζας με το έδαφος, αφετέρου δε διευκολύνει τη συγκομιδή του προϊόντος.
ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΣΠΟΡΟΥ
Στις γραμμικές καλλιέργειες τις προοριζόμενες για παραγωγή καρπού το ποσό του σπόρου του κοινού βίκου κατά στρέμμα είναι 8 περίπου κιλά. Στις καλλιέργειες που προορίζονται για την παραγωγή σανού, χλωρή λίπανση ή βόσκηση χρησιμοποιούνται 10 περίπου κιλά για γραμμική σπορά ενώ εάν η σπορά γίνεται στα πεταχτά το ποσό του σπόρου αυξάνεται.
ΤΡΟΠΟΣ ΣΠΟΡΑΣ
Η σπορά για την παραγωγή σανού γίνεται στα πεταχτά με το χέρι ή με λιπασματοδιανομέα ή με σπαρτική μηχανή σε γραμμές. Σε περίπτωση συγκαλλιέργειας η σπορά γίνεται χωριστά για το κάθε είδος και όταν χρησιμοποιείται σπαρτική μηχανή οι γραμμές φέρονται κάθετα η μια στην άλλη.
ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ
Ο βίκος που προορίζεται για την παραγωγή σανού πρέπει να συγκομίζεται όταν οι πρώτοι λοβοί έχουν αναπτυχθεί τελείως. Η συγκομιδή γίνεται με κοσσιά, δρεπάνι ή χορτοκοπτική μηχανή. Η χαρτομάζα μετά την κοπή αφήνεται επί τόπου για ένα μέχρι δύο 24ωρα, ακολούθως αναστρέφεται και παραμένει στο χωράφι μέχρι πλήρους ξηράνσεως και στη συνέχεια δεματοποιείται.
ΣΤΡΕΜΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ
Με καλή προετοιμασία χωραφιού και ορθολογική λίπανση επιτυγχάνονται στρεμματικές αποδόσεις 500 - 1000 κιλών σανού και 150 - 220 κιλών σπόρου κατά μέσο όρο. Σ' αυτό συμβάλλει αποφασιστικά και η σωστή καταπολέμηση ζιζανίων.
Τόσο ο σανός όσο και ο καρπός του βίκου είναι άριστες ζωοτροφές γιατί είναι πολύ καλές πηγές πρωτεΐνης (μέχρι 34% περιεκτικότητα) ενέργειας και φωσφόρου.
Επιπλέον πληροφορίες
- Είναι φυτό δροσερών κλιμάτων. Οι μέτριες θερμοκρασίες είναι οι πιο κατάλληλες για την ανάπτυξή του.
- Η αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες ποικίλλει. Τα αναπτυγμένα φυτά μπορεί να αντέξουν σε θερμοκρασίες μέχρι 10 βαθμούς Κελσίου κάτω από το μηδέν.
- Ο βίκος ευδοκιμεί σε εδάφη βαθιά, πλούσια, μέσης σύστασης. Ο βίκος προσαρμόζεται καλύτερα στα καλοστραγγισμένα πηλώδη εδάφη, αν και μπορεί να αναπτυχθεί και σε αμμώδη εδάφη εάν λιπανθούν κανονικά. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει δοθεί στην καλή στράγγιση.
- Στην αμειψισπορά ο βίκος μπορεί να καλλιεργηθεί σε χωράφι που την προηγούμενη χρονιά καλλιεργήθηκε με καλαμπόκι, με σιτηρά και άλλα. Πρέπει όμως να αποφεύγεται η σπορά του σε χωράφι που τον προηγούμενο χρόνο είχε καλλιεργηθεί με βίκο ή άλλο ψυχανθές γιατί δεν αποδίδει ικανοποιητικά.
- Η καλλιέργεια του βίκου αφήνει τον αγρό ελεύθερο από ζιζάνια για την επόμενη καλλιέργεια.
- Λίπανση του βίκου με άζωτο δεν συνιστάται παρά μόνο με δύο (2) μονάδες αζώτου στα πολύ άγονα εδάφη. Χρειάζεται όμως λίπανση με φώσφορο με 9-10 μονάδες σε όλες τις περιπτώσεις των εδαφών.
- Η σπορά του βίκου στην Ελλάδα γίνεται το Φθινόπωρο εκτός των πολύ ψυχρών περιοχών.
- Η ποσότητα του σπόρου ανά στρέμμα είναι ανάλογα με το μέγεθος του σπόρου και ανάλογα με το αν η καλλιέργεια προορίζεται για παραγωγή καρπού ή σανού. Για σανό η ποσότητα του σπόρου είναι 16-18 κιλά/στρέμμα. Για καρπό η ποσότητα αυτή μπορεί να είναι 15-17 κιλά/στρέμμα.
- Οι αποστάσεις σποράς πρέπει να είναι 20-25 εκατοστά, μεταξύ των γραμμών.
ΣΥΓΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΒΙΚΟΥ – ΣΙΤΗΡΩΝ
Ως καταλληλότερα φυτά για τη στήριξη του βίκου θεωρούνται τα μικρά κτηνοτροφικά σιτηρά (κριθάρι και βρώμη). Έτσι για τις πρώίμες ποικιλίες βίκου πρέπει να προτιμάται το κριθάρι. Για όψιμες ποικιλίες βίκου προτιμάται η συγκαλλιέργεια με βρώμη.
Στα γόνιμα εδάφη όπου ο βίκος αναπτύσσεται ικανοποιητικά το ποσοστό του προς σπορά σπόρου κριθαριού ή βρώμης που συμμετέχει στο μίγμα μπορεί να είναι 30-40% (Το υπόλοιπο 60-70% είναι βίκος). Στα φτωχά εδάφη, όπου το σιτηρό και ιδιαίτερα το κριθάρι είναι ισχυρός ανταγωνιστής για το βίκο, το ποσοστό σπόρου του σιτηρού πρέπει να είναι χαμηλότερο (15-20 %).
ΕΝΤΟΜΑ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ

Τα κυριότερα έντομα που προσβάλλουν το βίκο είναι τα εξής:
α) Μελίγκρα (αφίδες)
β) Βρούχος. Τα έντομα αυτά αποθέτουν τα αυγά του στους νεαρούς λοβούς την Άνοιξη. Αν η καλλιέργεια προορίζεται για καρπό ένας ψεκασμός με κάποιο από τα εντομοκτόνα: endosulfan, parathion, monocrotophos, συνθετικές πυρεθρίνες είναι αναγκαίος μόλις εμφανισθούν τα πρώτα άνθη.
γ) Φυτονόμος. Είναι κολεόπτερο που τρώει τα φύλλα του βίκου στην περιφέρεια τους. Καταπολεμάται με ψεκασμό με τα ίδια εντομοκτόνα που χρησιμοποιούνται και κατά του βρούχου.
δ) Άπιο. Η βιολογία του και οι ζημιές που προκαλεί είναι όμοιες με αυτές του φυτονόμου και καταπολεμάται με τα ίδια εντομοκτόνα.

Ασθένειες.
Οι ασθένειες του βίκου είναι Βοτρύτιδα, Ωίδιο, Σκωρίαση, Περονόσπορος

ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΒΙΚΟΥ
Σε ό, τι αφορά τη συγκομιδή του βίκου για σανό το κατάλληλο στάδιο είναι εκείνο κατά το οποίο οι πράσινοι ακόμα σπόροι των περισσότερων λοβών πιεζόμενοι ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείκτη δεν βγάζουν πια υγρό.
Αν η συγκομιδή γίνει στην έναρξη της άνθησης τότε παίρνουμε βέβαια σανό άριστης ποιότητας, αλλά σε μικρή ποσότητα ενώ αν γίνει στην έναρξη της ωρίμανσης ο σανός είναι κακής ποιότητας και σε μικρή πάλι ποσότητα εξαιτίας απωλειών φύλλων που αποξηραίνονται.
Αναφορικά με τις καρποδοτικές καλλιέργειες η εποχή συγκομιδής είναι φανερό ότι καθορίζεται εύκολα από τη φυσιολογική ωρίμανση του φυτού. Πιο συγκεκριμένα, οι περισσότεροι λοβοί έχουν αφήσει πια το πράσινο χρώμα και παίρνουν τη γνωστή αχυρένια αλλά όχι ηλιοκαμένη απόχρωση. Η κοπή του προοριζόμενου για καρπό βίκου γίνεται με ειδικό μαχαίρι (βικομάχαιρο) και μετά την ξήρανση ο αλωνισμός γίνεται με αλωνιστική σίτου η οποία είναι εφοδιασμένη με ειδικό εξάρτημα συλλογής (pick up) και στην οποία τοποθετούνται ειδικά κόσκινα ενώ ρυθμίζεται και η απόσταση του τυμπάνου από το αντιτύμπανο.
Όλα όσα ισχύουν για τις καρποδοτικές καλλιέργειες ισχύουν και για την παραγωγή σπόρου από τις σποροκαλλιέργειες.

Βυρσοδεψία και βαφική από την βελανιδιά

Το βελανίδι δε χρησιμοποιείται μόνον για την τροφή των ζώων και κυρίως των χοίρων. Το καπελάκι του βελανιδιού (βελανιδόκουπα ή καπάκι) αποτελεί εξαιρετικό δεψικό και βαφικό υλικό που αντικαθιστά τις χρήσεις της τανίνης και μάλιστα χρησιμεύει για προετοιμασίες κατεργασίας πιο ευαίσθητες .
Στην προβιομηχανική βυρσοδεψία κατά τη διαδικασία της επεξεργασίας μετά τα αλλεπάλληλα πλυσίματα και την κατεργασία των δερμάτων με αλάτι εβύθιζαν τα δέρματα μέσα σε ειδικές λίμπες με εκχύλισμα από βελανίδι όπου και παρέμειναν ως τη στιγμή της βαφής. Η πρακτική αυτή απέβλεπε στο να φουσκώσει το δέρμα, να το καταστήσει πιο τρυφερό και εύκαμπτο ώστε να απορροφά ευκολότερα το χρώμα.

Το καπάκι του βελανιδιού έτριβαν επάνω σε μεγάλες πλάκες με κυλιόμενη πέτρα ή και σε ειδικό μύλο, τον ταμπακόμυλο, με ειδικές σκληρές μυλόπετρες που κινούσε περιφερόμενο ζώο.
 Συχνά κατέφευγαν και στους μυλωνάδες των αλευρόμυλων που δυστροπούσαν όμως να τρίψουν βελανίδι, γιατί μαύριζαν οι μυλόπετρες. Το τριμμένο δεψικό υλικό διέλυαν σε ζεστό νερό μέσα στις λίμπες για να βγάλει την τανίνη (να θερμιστεί). Εκεί αφού κρύωνε το μίγμα τοποθετούσαν τα δέρματα για να αποκτήσουν στυπτικότητα. Το στάδιο αυτό της δέψης συνδυάζεται και με το βάψιμο και τη μελλοντική χρήση των δερμάτων.
 Όταν χρησιμοποιούσαν ως στυπτικό υλικό το φλοιό πεύκου, το δέρμα έπαιρνε ένα κόκκινο-κεραμιδί χρώμα.

Με το βελανίδι αποκτούσαν ένα ζεστό «ταμπά» χρώμα. Και αυτά είναι τα περίφημα μαροκινά δέρματα, παραγωγή των βυρσοδεψείων της Τουρκοκρατίας. 

Με τα φύλλα του σχοίνου τα δέρματα έπαιρναν ξανθό χρώμα.
Δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον η διαπίστωση ότι όπου βελανιδοδάση εκεί και βυρσοδεψεία, και εξαγωγικό εμπόριο δερμάτων.
Η συνήθεια μάλιστα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας των ημικατεργασμένων δερμάτων, των λεγόμενων κορντουάν από δέρματα κατσίκας, καθώς δερμάτων από πρόβατα οι λεγόμενες μπαζάνες, συνδέεται άμεσα με την εύκολη και χωρίς δαπάνες πρόσβαση σε δεψικά υλικά.
 Στην Αιτωλοακαρνανία λειτουργούσαν βυρσοδεψεία στα χρόνια της τουρκοκρατίας στη Ναύπακτο και στο Βραχώρι κοντά στην Ερμίτσα που έβγαζαν δέρματα κίτρινα και μαροκινά κοκκινοκίτρινα.
Στο Βραχώρι μάλιστα υπήρχαν και δύο ταμπακόμυλοι για την τριβή του βελανιδιού. Στην Πελοπόννησο όπου επίκεντρο των εξαγών βαφών ήταν ο Μυστράς και το λιμάνι της Καλαμάτας, αξιόλογα ήταν τα βυρσοδεψεία του ποταμού Παμίσου στο νησί, σημερινή Μεσσήνη. Γι’ αυτό και στην Πελοπόννησο μετά το 1770 καταφθάνουν δέρματα από όλη την Ελλάδα για ημιεπεξεργασία και εξαγωγή.
Ως βαφικό υλικό το βελανίδι χρησιμοποιούνταν ευρέως ως και την εποχή του μεσοπολέμου στην υφαντική ως χρωστική ουσία για την απόδοση του βελανιδοχρώματος, κάτι ανάμεσα σε σκούρο μπεζ και λαδί-χακί. Και σπάνια για το κίτρινο χρώμα. Για να επιτύχουν σκουρότερες αποχρώσεις έριχναν καπνιά από το τζάκι. Στη βαφική τέχνη εκτός από το βελανίδι που έδινε τη χρωστική ουσία χρησιμοποιούσαν και τη φλούδα και τις ρίζες της βελανιδιάς ως στυπτικό υλικό (για να πιάνει το χρώμα).
Η βελανιδιά δημιουργεί και άλλες βαφικές ουσίες χάρη στα παράσιτα έντομα από την κατηγορία των υμενοπτέρων που επωάζουν τα αυγά τους στον κορμό και τα φύλλα της. Αυτά ακριβώς τα αυγά αποτελούν αξιόλογες χρωστικές ουσίες, ενώ η ίδια (είναι κυρίως δρυς η σμύλαξ) αντιδρά παράγοντας και άλλες, καθώς δημιουργούνται παθολογικά οιδήματα γύρω από τα τραυματισμένα από τα έντομα σημεία. Τα αποστήματα αυτά που δημιουργούνται στα φύλλα και τους κλώνους της βελανιδιάς και αποτελούνται από το χυμό του δένδρου και τα αυγά του ζωυφίου, αποκαλούσαν οι ντόπιοι κηκίδια (noix de galles ή gall nuts τα έλεγαν αντίστοιχα οι Γάλλοι και οι Άγγλοι) και τα διοχέτευαν στο εξαγωγικό εμπόριο ύστερα από τη ξήρανσή τους. Καθώς ήταν πλούσια σε τανίνη χρησιμοποιούνταν στη φαρμακευτική, στη βαφική και τη βυρσοδεψία.
Το κηκίδι έχει σχήμα και μέγεθος μικρού καρυδιού και το καλύτερο είναι αυτό που συλλέγεται το καλοκαίρι (Ιούνιο-Ιούλιο). Διακρίνεται σε τρεις ποιότητες: το μαύρο που είναι η καλύτερη ποιότητα και χρησιμοποιείται ως μαύρη βαφή ή χρησιμεύει στην κατασκευή της γραφικής μελάνης, το πράσινο και άσπρο κατάλληλα, κυρίως το άσπρο για βυρσοδεψικές επεξεργασίες. Εξάγεται από πολλές ελληνικές περιοχές (Μυστρά, Δυτική Ελλάδα) αλλά μεγαλύτερο κέντρο εξαγωγής είναι η Σμύρνη όπου διοχετεύεται από την ενδοχώρα της Μ. Ασίας. Ως καλύτερη ποιότητα θεωρείται του Χαλεπίου. Το προϊόν αυτό απορροφάται μέσω Τεργέστης από την γερμανική και αυστριακή αγορά , καθώς και από την αγγλική σε όλο το 19ο αιώνα.
Στα φύλλα της μεσογειακής βελανιδιάς (Ιlex coccifera) ένας άλλο υμενόπτερο ο κέρμης ο βαφικός εκκόλαπτε τα αυγά του που είχαν κόκκινο χρώμα και στο μικροσκόπιο φαίνονταν διάστικτα από άπειρες χρυσές κουκίδες. Από τους βόμβυκες αυτούς που μαζί με το ζωύφιο ξηραίνονται στα φύλλα της βελανιδιάς κατόπιν διεργασίας προερχόταν οι κόκκινοι κόκκοι που ονόμαζαν πρινοκόκκι ή κερμέζι (από το αραβικό κερμέζ) και από αυτούς η βαφή σε σκόνη η γνωστή ως κιννάβαρι που ήταν περιζήτητα στο εμπόριο.
Πηγή: ΔΑΣΗ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑΣ (17ΟΣ – 19ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ): ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ- ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ - Ελένη Γιαννακοπούλου, Δρ. Σχολική Σύμβουλος Δ.Ε.

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Ελληνικές φυλές κότας

Ι. Σκουφάτες ή Κατσουλιέρες ή Κατσουλάτες ή Κουκουλάτες:
Στις φωτογραφίες βλέπω συνολικά 3 κότες με σκουφί.
© Αποστόλης Τζογάνης
Α. Μία λαθουράτη, πολύ ωραίο δείγμα που φέρει σκουφί, το οποίο καλύπτει μόνο το μέτωπο και την κορόνα, είναι πιο φουντωτό (στην κορόνα) και όρθιο (στο μέτωπο) και σχηματίζεται από πολύ μικρά πούπουλα. Το σκουφί επίσης καλύπτει ελαφρώς ή έρχεται στο επίπεδο του άνω μέρους των ματιών. Τα λειριά της είναι μικρού μεγέθους και ο σωματότυπός της φαίνεται να είναι μετρίου μεγέθους.
Β. Μία κοκκινοκαφέ που κλωσσάει, πολύ τυπικό δείγμα όρνιθας. Χαρακτηριστικά είναι τα μαύρα στίγματα που φέρουν τα καλυπτήρια του λαιμού και μάλλον το μαύρο φρύδι. Η ουρά φαίνεται να είναι κοντή με την πρώτη ματιά. Δε ξέρω αν είναι λόγω του τελάρου πατημένη ή κομμένη. Τα λειριά είναι μετρίου μεγέθους. Ο σωματότυπός της είναι μιας κανονικής κλασσικής κότας, δηλαδή μετρίου προς μεγάλου. Όσον αφορά το σκουφί, καλύπτει το μέτωπό της, την κορόνα και απ’ ότι φαίνεται και το πίσω μέρος του κρανίου. Σχηματίζεται από πούπουλα πιο μεγάλα απ’ ότι στην λαθουράτη και η φορά τους προς τα πίσω, τα κάνει να καλύπτουν ομοιόμορφα το ένα με το άλλο, με αποτέλεσμα να σχηματίζουν μία μπάλα και όχι φούντα όπως στην λαθουράτη.
Γ. Μία λευκή με καφέ κυρίως στίγματα σε διάφορα σημεία του σώματός της, που θυμίζουν light Brahma στην κατανομή τους. Είναι μία μεγάλου μεγέθους και «βαριά» κότα, τουλάχιστον σε σχέση με τις άλλες δύο και κυρίως την λαθουράτη. Έχει μετρίου μεγέθους λειριά και κανένα ιδιαίτερο -απ’ όσο φαίνεται σε μία φωτογραφία- χαρακτηριστικό, πέραν του σκουφιού. Το σκουφί δείχνει μεγαλύτερο απ’ των άλλων δύο με διαφορετικό στυλ στην φορά των φτερών. Ναι μεν έχουν φορά προς τα πίσω, όπως στην καφεκόκκινη, αλλά δεν καλύπτουν το ένα το άλλο ομοιόμορφα και σχηματίζουν μικρές «άκρες», αυτό οφείλεται στον διαφορετικό τύπο φτερών. Τα πούπουλα που σχηματίζουν το σκουφί της είναι πιο μικρά και πιο λεπτά κι’ έτσι δεν αλληλοκαλύπτονται πλήρως οι άκρες τους. Το αποτέλεσμα είναι να έχει ένα τύπο σκουφιού μεταξύ λαθουράτης και καφεκόκκινης, δηλαδή σαν φουντωτή μπάλα. Τέλος, το σκουφί της, καλύπτει μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού απ’ ότι στις άλλες δύο, αυτό συμβαίνει γιατί απ’ ότι φαίνεται τα πίσω φτερά του κεφαλιού είναι «ριχτά» και καλύπτουν σημεία που στις άλλες δύο δεν καλύπτονται, λόγω του διαφορετικού τύπου πούπουλων.
Σαν τελικό γενικό συμπέρασμα, μπορώ να πω, πως ο τύπος και το στυλ του σκουφιού είναι παρόμοιο και στις τρεις. Αυτά που ανέφερα ανωτέρω είναι λεπτομέρειες για το καθένα σκουφί, ώστε να γίνουν κατανοητές οι διαφορές αυτών. Γενικώς έχω δει σκουφιά σε διάφορες κότες άλλων περιοχών και κάποια διαφέρουν κατά πολύ απ’ ότι σ’ αυτές.
ΙΙ. Σκουφάτος κόκορας:
Μία φωτογραφία δείχνει έναν καφεκόκκινο κόκορα με σκουφί.
Φωτό Α (© Αποστόλης Τζογάνης)                Φωτό Β (© Απόστολος Χριστόπουλος)
Το δείγμα φέρει ριχτό και μεγαλύτερο σκουφί (φωτό Α) απ’ ότι σε άλλους σκουφάτους κοκόρους που έχω δει (φωτό Β). Τον σκουφάτο κόκορα στην Β φωτογραφία τον είχα βρει στο χωριό Άγιος Νικόλαος κοντά στο Καρπενήσι, έχει καταγωγή από την Παλαιοκατούνα (ή Άγιος Προκόπιος) Ευρυτανίας και είναι βγαλμένος από κλώσσα, διασταυρωμένη με σκουφάτο-σκαλτσουνάτο κόκορα Φθιωτικής καταγωγής. Είναι πιθανόν και αυτός του Αγρινίου να είναι ντόπιος λόγω των χαρακτηριστικών του (λειριά και σκουφί). Περαιτέρω σχόλια δεν μπορώ να κάνω, π.χ. όπως για τον σωματότυπό του ή για νύχια του, διότι δεν έχω πλήρη εικόνα του πουλιού σε όρθια στάση. Απ’ όσο φαίνεται πάντως δείχνει να είναι μεγαλόσωμος και έστω από δύο δάχτυλα που διακρίνονται η άποψή μου για ντόπιος ενισχύεται. Τα δάχτυλα σε αυτούς του εμπορίου και στους βελτιωμένους είναι κατά κανόνα πιο χοντρά και μεγάλα, αυτός φαίνεται να έχει πιο λεπτά δάχτυλα και υγιή. Τα νύχια του δείχνουν πως το πουλί ζει εκτός κοτετσιού (εννοώ δεν είναι κλεισμένος όλο το 24ωρο εκεί) και κλούβας, οπότε πιθανόν να προέρχεται από κλώσσα και όχι από φορτηγό.

ΙΙΙ. Ντόπια Καφεκόκκινη πιτσιλωτή:
 Κάποιες φωτογραφίες δείχνουν μία κότα μόνη της, η οποία θα μπορούσε να είναι ντόπια, λόγω του χρωματισμού τους. Επικρατεί, στο μεγαλύτερο μέρος του σώματός της, το καφεκόκκινο σε διάφορες αποχρώσεις, ο κιτρινοκαφέ λαιμός και το καφεμαύρο στο υπογάστριο, στα πλευρά και στα κάτω καλυπτήρια της ουράς. Τα περισσότερα από τα πούπουλά της είναι δίχρωμα ή με μαύρες κυρίως πιτσιλιές και γραμμές, με χαρακτηριστικότερα τα καλυπτήρια της φτερούγας, που έχουν κατά μήκος του καλαμιού ανοιχτόχρωμη κιτρινοκαφετιά γραμμή και τα καλυπτήρια του λαιμού που έχουν μαύρο περίγραμμα. Τα καφεκόκκινα άνω καλυπτήρια της ουράς επίσης, έχουν πολλές μικρές μαύρες πιτσιλιές. Η κότα πρέπει να είναι αρκετά υγιείς και ζωηρή, απ’ την ανησυχία που δείχνει στις φωτογραφίες. Τα λειριά της είναι μεγάλα και το επάνω μονό, όπως δηλαδή σε πολλές κλασσικές κότες. Τα χρώματα και η ζωηράδα της είναι στοιχεία ενίσχυσης υπέρ ντόπιας κότας. Ο σωματότυπός της δεν δείχνει εκ πρώτης όψεως για ντόπια, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποκλειστεί η περίπτωση, διότι ο τρόπος εκτροφής της μπορεί να την έφερε σε μια τέτοια εξέλιξη.

IV. Μπουθούνες
Μερικές φωτογραφίες, δείχνουν 6-7 κότες μπουφούνες.
(© Αποστόλης Τζογάνης)
Α. Δύο λευκές μπουφούνες μαζί και ίσως και μία τρίτη να διακρίνεται στο αριστερό μέρος της αρχικής φωτογραφίας. Αυτή η σπάνια ομοιογένεια λευκής μπουφούνας είναι πάρα πολύ ιδιαίτερη και εάν όντως προέρχονται από αυτόχθονο πληθυσμό είναι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί τότε μιλάμε για μία σίγουρα ντόπια φυλή/ράτσα. Καλό θα ήταν εδώ, να γίνει περαιτέρω έρευνα ώστε να μάθουμε λεπτομέρειες για τον πληθυσμό αυτό, εάν δηλαδή είναι ντόπιος, από πού προέρχεται, εάν αυτές της φωτογραφίας είναι από κλώσσα και εάν υπάρχει κόκορας και αν είναι δυνατή η φωτογράφησή του, όπως και καλό θα ήταν να φωτογραφηθεί όλο το κοτέτσι μαζί για συγκρίσεις, ασχέτως τα χρώματα και τους τύπους των υπόλοιπων ορνίθων που ζουν μαζί με αυτές. Ο τύπος αυτός έχει την μεγαλύτερη ομοιογένεια σε σύγκριση με τις υπόλοιπες κότες που έχει φωτογραφήσει ο Αποστόλης. Τα «γένια» τους δείχνουν να είναι φουντωτά, μικρά προς μέτρια και να καλύπτουν αυτιά, πιγούνι και το ανώτερο τμήμα του λαιμού. Το μόνο σχόλιο που μπορώ επιπλέον να κάνω είναι για τα λειριά, δεν ξέρω εάν η σχεδόν παντελής έλλειψη λειριών οφείλεται σε χαρακτηριστικό της φυλής ή στην ηλικία των ορνίθων (να είναι δηλαδή πουλάδες στην φωτογραφία), είναι κάτι που χρειάζεται κι’ αυτό περαιτέρω ψάξιμο και εάν είναι νεαρά θα ήταν χρήσιμο να φωτογραφηθούν μετά την ενηλικίωσή τους, ώστε να δούμε πως θα εξελιχθούν. Η σχεδόν έλλειψη λειριών, τις κάνει να μοιάζουν περισσότερο με περιστέρια, παρά με κότες. Για τον σωματότυπο ή άλλα χαρακτηριστικά δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, διότι δεν έχω ολοκληρωμένες φωτογραφίες, ίσως να είναι μετρίου μεγέθους όρνιθες.
Β. Λευκή μπουφούνα που φαίνεται στην δεύτερη κατά σειρά κατωτέρω φωτογραφία, της πρώτης σειράς. Απ’ ότι καταλαβαίνω από τις φωτογραφίες, πρόκειται μάλλον για διαφορετικό άτομο απ’ τις υπόλοιπες λευκές (στις ολόλευκες δεν φαίνονται λειριά και στην λευκοκαφέ ξεχωρίζουν έντονα τα «αυτιά»). Θα μπορούσε να είναι όμως και το ίδιο άτομο με αυτό που φαίνεται στην κάτω σειρά φωτογραφιών, η μη καθαρότητα της φωτογραφίας δυσκολεύει να το διακρίνω ακριβώς. Παρ’ όλα αυτά θα την σχολιάσω ξεχωριστά. Το πάνω λειρί κατ’ αρχάς μοιάζει να είναι διπλό και πάρα πολύ κοντό. Δεν μπορώ όμως να καταλάβω αν πρόκειται για νεαρή κότα ή ενήλικη, οπότε δεν κάνω επιπλέον σχολιασμούς επ’ αυτού. Για τα «γένια» βλέπω διαφορές ως προς τις προηγούμενες μπουφούνες, ως προς το μέρος των τμημάτων που καλύπτουν και ως προς το μέγεθός τους. Δεν είναι πολύ φουντωτά, καλύπτουν το πιγούνι, ίσως λίγο μεγαλύτερο μέρος του λαιμού και ελαφρώς τα αυτιά. Δεν υπάρχει ολόσωμη φωτογραφία της, αλλά δείχνει να είναι μετρίου προς μεγάλου μεγέθους όρνιθα. 
Γ. Στην κάτω σειρά φωτογραφιών βλέπω μία κότα η οποία κατά πάσα πιθανότητα είναι το ίδιο άτομο, καλό θα ήταν να γίνει μία διευκρίνιση. Θα σχολιάσω τις φωτογραφίες ως ένα άτομο. Γενικώς έχει χαρακτηριστικά που ομοιάζουν αρκετά με την προηγούμενη λευκή που σχολίασα (υπάρχει ομοιογένεια ή πρόκειται για το ίδιο πουλί). Ξεκινώντας από τα λειριά βλέπω κι’ εδώ διπλό το άνω λειρί, πολύ κοντό και συμπαγές, τα κάτω λειριά είναι μετρίου προς μικρού μεγέθους. Πρόκειται για ενήλικη πιθανώς όρνιθα, μεγάλου μεγέθους και «βαρύ» σωματότυπου. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της που «βγάζει μάτι», είναι τα κάπως πιο αρρενωπά χαρακτηριστικά της, μιλάω δηλαδή για τα μακριά φτερά στο λαιμό (κυρίως αυχένα) και τα μακριά και «ριχτά» φτερά στην πλάτη, τα οποία θυμίζουν κόκορα! Δε νομίζω να είναι κόκορας? Αν είναι κόκορας, τότε είναι πολύ ιδιαίτερος. Τα «γένια» δεν είναι φουντωτά, φαίνεται να καλύπτουν μικρό τμήμα των αυτιών και του πιγουνιού, αλλά μεγάλο τμήμα του λαιμού της. Σχετικά με τον χρωματισμό της, είναι ιδιαίτερος, κυριαρχεί το άσπρο στο μεγαλύτερο μέρος του σώματος, τα καλυπτήρια της φτερούγας είναι καφέ ή δίχρωμα καφέ - λευκό και καφέ - ωχρό, με το καφέ να εμφανίζεται ως κύριο χρώμα των καλυπτήριων και το λευκό ή ωχρό ως περίγραμμα σε αυτά. Τα καλυπτήρια του λαιμού και της πλάτης είναι πιο ωχρά και η ουρά, λευκή με «ελαφρές» μαύρες πιτσιλιές. 
Δ. Η μαύρη μπουφούνα που δείχνουν δύο φωτογραφίες υποθέτω πως είναι το ίδιο άτομο. Μία πολύ ωραία τυπική μαύρη όρνιθα, μάλλον γυαλιστερή, που στον ήλιο πρασινίζει και φέρει λίγα καφεκίτρινα στίγματα στο λαιμό, ίσως και στο μέτωπο. Το άνω λειρί είναι πολύ κοντό και μάλλον διπλό, ενώ τα κάτω λειριά απουσιάζουν. Σίγουρα πρόκειται για ενήλικη κότα, μετρίου προς μεγάλου μεγέθους. Τα πόδια της δεν διακρίνονται, αλλά υποψιάζομαι πως είναι μαύρα. Τα «γένια» είναι στο ίδιο χρώμα με την κότα δείχνουν αρκετά φουντωτά και καλύπτουν τα αυτιά, μάλλον το πιγούνι και το άνω μέρος του λαιμού. Η μπουφούνα αυτή, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες μπουφούνες φαίνεται να έχει τα περισσότερα και πιο φουντωτά «γένια». 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Καλό θα ήταν να γίνει διευκρίνιση στο αν όλες αυτές οι όρνιθες προέρχονται από το ίδιο κοτέτσι ή διαφορετικά. Σε περίπτωση που προέρχονται από διαφορετικά θα πρέπει να δούμε αρχικά εάν συγγενεύουν μεταξύ τους και σε τι αποστάσεις βρίσκονται τα κοτέτσια. Σε περίπτωση που είναι επίσης από διαφορετικά κοτέτσια, θα πρέπει να αναφερθούν οι περιοχές, ώστε να έχουμε μία εικόνα της γεωγραφικής εξάπλωσής τους και κατανομής τους στην περιοχή.
V. Ντόπια κολυβί όρνηθα.
(© Αποστόλης Τζογάνης)
Στην φωτογραφία με την μαύρη μπουφούνα, ποζάρει και μία όρνιθα πολύ ιδιαίτερου χρωματισμού, ανοιχτού γκρίζου - μολυβί με καφεκόκκινο λαιμό. Ο χρωματισμός της είναι που την κάνει πολύ ιδιαίτερη, μιας και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της (λειριά, σωματότυπος κ.λπ.) θυμίζουν μία πολύ τυπική όρνιθα. Ο σωματότυπος θυμίζει αρκετά κότα εκτροφείου, δεν αποκλείεται να είναι ντόπια και οι συνθήκες ζωής των προγόνων της να εμφάνισαν μία τέτοιου είδους εξέλιξη. Πολύ πιθανόν να προέρχεται από πεδινή ή ημιορεινή περιοχή και οι περισσότερες ώρες της να περνούν σε κοτέτσι. Τα σχόλια αυτά ταιριάζουν και στην καφεκόκκινη πιτσιλωτή που σχολίασα πιο πάνω, διότι ο σωματότυπός τους μοιάζει αρκετά.
VI.   Μαύρος κόκορας κε ωχροκίτρινο λαϊκό:
Φωτό Γ (© Βλάσσης Ρούτσης) Φωτό Ε (© Απόστολος Χριστόπουλος)

Σε μία φωτογραφία (φωτό Α στις κατωτέρω), βλέπουμε έναν κόκορα με μαύρο σώμα, καφέ καλυπτήρια φτερούγας και ωχροκίτρινα καλυπτήρια λαιμού, επίσης το φτέρωμά του φαίνεται να γυαλίζει προς το πράσινο. Τα λειριά του δεν ξεχωρίζουν καλά, φαίνονται όμως να είναι μικρά. Αυτό ίσως οφείλεται στο νεαρό της ηλικίας του πουλιού, δεν δείχνει να είναι μεγάλος (ηλικιακά) κόκορας, από τα μικρά λειριά, από την μη σχηματισμένη ακόμη ουρά και από τον σωματότυπό του. Ειδικά ο σωματότυπος θυμίζει πολύ όρνιθα ηλικίας λιγότερο από 6-8 μηνών. Θα έλεγα πως είναι ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα και κατά πάσα πιθανότητα ντόπιο. Δεν έχω να κάνω περαιτέρω σχόλια επ’ αυτού, αλλά θα τον συγκρίνω με χρωματικά παρόμοιους ντόπιους κοκόρους από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Κοιτώντας τις υπόλοιπες φωτογραφίες, με μια πρώτη ματιά μπορούμε να πούμε πως έχουν τρία κοινά όλοι μεταξύ τους: α) το κυρίως σώμα τους είναι μαύρο, β) τα καλυπτήρια της φτερούγας έχουν ωχροκίτρινο ή καφέ χρώμα και γ) τα καλυπτήρια του λαιμού όλων, έχουν την ίδια χρωματική απόχρωση του ωχροκίτρινου, καθώς και την ίδια διάταξη. Φυσικά έχουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους σε πολλά σημεία (χρώματα, λειριά κ.λπ.). Τα υπόλοιπα κοκόρια έχουν ως εξής: Τα Β και Γ, τα έχω εντοπίσει στην Αίγινα, είναι ντόπια και ειδικά ο Β προέρχεται από πολύ αυστηρή εκτροφή μαύρων ορνίθων, χωρίς ανάμειξη με αίμα εμπορίου. Τον Δ, μας τον έχει στείλει ο Βλάσσης Ρούτσης, είναι από την Δυτική Πελοπόννησο και προέρχεται από πολύ παλιά εκτροφή (200+ ετών), καθαρή, χωρίς διασταυρώσεις και είναι μία από τις περιπτώσεις που μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε αυτόχθονη. Τέλος, τον Ε, τον έχω βρει στην Βόρεια Εύβοια, είναι βγαλμένος από κλώσσα ντόπια της περιοχής.
Συμπέρασμα: Είναι φανερό πως το μαύρο χρώμα σε κόκορα με ωχροκίτρινο λαιμό, μάλλον δείχνει παλιό ντόπιο γονίδιο. Αυτό αποδεικνύεται από τα υπόλοιπα κοκόρια που είναι ντόπια ελληνικά και ειδικά από τις δύο αυστηρές εκτροφές χωρίς διασταυρώσεις με πτηνά εμπορίου. Ξέχασα να σημειώσω πιο πάνω ένα άλλο χαρακτηριστικό, εξίσου σημαντικό, πως το μέγεθος όλων των ανωτέρω δειγμάτων δείχνει να είναι το ίδιο, όπως και ο σωματότυπός τους είναι παρόμοιος. Προσωπικά δεν έχω δει νάνους σε τέτοια χρώματα ή άλλους πιο χοντρούς, πιο μεγάλους, πιο ψηλόλιγνους κ.λπ., παρά μόνο σε αυτό το στυλ. Ο κόκορας της φωτογραφίας Γ είναι νεαρής ηλικίας (< 5 μηνών) γι’ αυτό και δείχνει πιο λεπτοκαμωμένος, όπως και αυτός της φωτογραφίας Ε που είναι στην ενηλικίωση. Οι άλλοι δύο (Β και Δ) είναι πλήρως ενήλικοι.

VII.  Μαύρες όρνιθες:
Σε μία φωτογραφία, υπάρχουν δύο μαύρες όρνιθες, οι οποίες απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, δεν είναι ενήλικες, πιθανώς είναι περίπου 4-5 μηνών. Το χαρακτηριστικό τους είναι το ολόμαυρο και γυαλιστερό πράσινο χρώμα τους. Απ’ ότι βλέπω έχουν σταχτιά πόδια και πιθανώς τα λειριά -τα οποία δεν είναι έντονα κόκκινα (ίσως λόγω ηλικίας)- να μην μεγαλώσουν πολύ ακόμη. Είναι από τις λίγες ολόμαυρες που έχω, μαζί με αυτές που έχω βάλει σε φωτογραφίες. Συνήθως οι περισσότερες μαύρες ντόπιες που έχω δει, έχουν καφεκόκκινα, καφεκίτρινα ή λευκά στίγματα στο λαιμό ή στο στήθος, οι οποίες είναι σχετικά κοινές σε ντόπιους πληθυσμούς. Παρ’ όλα αυτά το μαύρο χρώμα είτε από μόνο του, είναι σε συνδυασμό με άλλα χρώματα σε στίγματα, υποδεικνύει μάλλον ντόπια φυλή. Συναντάτε σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Οι ολόμαυρες ντόπιες που έχω δει και είναι στις φωτογραφίες έχουν ως εξής: Στην φωτό Β, οι κότες είναι από την Αίγινα από αυστηρή εκτροφή μαύρων ορνίθων. Στην φωτό Γ, είναι επίσης από Αίγινα, αλλά από ανάμεικτο χρωματικά κοτέτσι. Στην φωτό Δ, από Ευρυτανία και στην φωτό Ε από τα Αντικύθηρα (πιθανώς ντόπιος πληθυσμός).
Φωτό Γ, Γ και Ε (© Απόστολος Χριστόπουλος)
Σημείωση: Συγκρίνοντας τις παραπάνω όρνιθες μεταξύ τους βλέπουμε διαφορές ως προς την μαύρη γυαλάδα, δηλαδή άλλες γυαλίζουν προς το πράσινο, άλλες προς το μπλε και κάποιες είναι πιο ματ και δεν γυαλίζουν τόσο (πιο ματ έχω δει σε αλβανική κότα). Επίσης μία άλλη διαφορά είναι στα λειριά, ιδίως σε αυτές της Αίγινας επικρατούν κυρίως διπλά ή μικρά λειριά. Σε μικτό κοπάδι στην Αίγινα έχω δει μαύρες με μετρίου μεγέθους, κανονικά λειριά, όπως αυτή στην φωτογραφία Γ, παρόμοια λειριά έχουν και οι άλλες δύο (φωτογραφίες Δ και Ε). Ο σωματότυπος και το σχήμα τους σχεδόν είναι ίδια με μικροδιαφορές σε ουρά, κεφάλι, ράμφος, λαιμό κ.λπ. Μία διαφορά ακόμη, θα πρόσθετα πως είναι και το βλέμμα τους, π.χ. αυτές τις Αίγινας δείχνουν πιο άγριες, της Ευρυτανίας πιο καλοσυνάτη και των Αντικυθήρων κάπως αυστηρή. Αυτό ίσως και να οφείλεται στο σχήμα των λειριών, στην κάλυψη του κεφαλιού με φτερά, στο χρώμα του δέρματος του προσώπου, στο μέγεθος του κεφαλιού, στο σχήμα του ράμφους κ.λπ.
Εκτός από το κοινό τους, που είναι το μαύρο χρώμα, έχουν όλες πάνω -κάτω το ίδιο σταχτόμαυρο χρώμα στα πόδια και μαύρο ράμφος. Επίσης είναι σχεδόν ίδιου μεγέθους, με ελαφρώς μεγαλύτερες, αυτές της Αίγινας.
Επίσης το μαύρο χρώμα, είτε μόνο του, είτε σε συνδυασμό με άλλα χρώματα, εμφανίζεται πολύ συχνά σε ντόπιες νανόκοτες. Δεν δίνω παραδείγματα εδώ για να μην τα μπερδέψουμε.
VIII.  Μαύρη γυμννολαίμια:


Φωτό Α (© Αποστόλης Τζογάνης) Φωτό Β (© Απόστ. Χριστόπουλος)
Σε μία φωτογραφία, βλέπω μία μαύρη όρνιθα, γυμνολαίμια. Δείχνει να είναι μετρίου προς μεγάλου μεγέθους και όταν γυαλίζει εμφανίζεται το πράσινο χρώμα. Θυμίζει πάρα πολύ black Transylvanian naked neck. Δεν ξέρω αν προέρχεται από εκεί ή έχει γονίδιο από εκεί ή αν είναι καθαρή ντόπια. Σίγουρα πάντως υπάρχουν ελληνικές αυτόχθονες γυμνολαίμιες σε πάρα πολλούς χρωματισμούς. Σε μαύρο δεν το είχα ξαναδεί σε ελληνική. Έχω δει όμως μαύρη γυμνολαίμια στην Θεσπρωτία, Αλβανικής καταγωγής και αυστηρής εκτροφής (Φωτό Β). Δεν είναι παράξενο και δεν το αποκλείω να είναι ντόπια για τους εξής απλούς λόγους: από την στιγμή που το μαύρο γενικά είναι κοινό χρώμα σε πολλές ντόπιες κότες και από την στιγμή που το γονίδιο της γυμνολαιμίας υπάρχει στην χώρα μας γιατί να μην εμφανιστεί ένας τέτοιος συνδυασμός. Την θεωρώ πολύ ξεχωριστή περίπτωση και θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε περαιτέρω στοιχεία της καταγωγής της, αλλά και να δούμε φωτογραφίες από τον υπόλοιπο πληθυσμό του κοτετσιού της. Με προβληματίζουν μόνο τα πούπουλα στο κάτω μέρος του λαιμού της (Βασίλη θυμάσαι, σχετικά με αυτό που μου είχες πει μια φορά για πρώτη και δεύτερη διασταύρωση με γυμνολαίμιο κ.λπ.).
Συγκρίνοντας τα δύο δείγματα στις φωτογραφίες, βλέπουμε αρκετές διαφορές. Κατ’ αρχάς αυτή του Αγρινίου (φωτό Α) είναι μεγαλύτερη απ’ την αλβανική (φωτό Β) και πιο χοντρούλα κάπως. Η ουρά της αλβανικής είναι πιο μεγάλη και φέρει μεγαλύτερο λειρί. Το μαύρο της ελληνικής είναι πιο γυαλιστερό σε σχέση με το ματ της αλβανικής. Επίσης έχουν κάποιες διαφορές στο πρόσωπο, κυρίως θα έλεγα στο χρώμα και στην υφή του δέρματος. Τα κοινά τους είναι το χρώμα των ποδιών, μάλλον και του ράμφους, καθώς και ο όχι εντελώς γυμνός λαιμός, φέρουν δηλαδή και οι δύο τούφα με πούπουλα στο κάτω (κοντά στη βάση) και μπροστινό μέρος του λαιμού. Πολλές από τις ντόπιες ελληνικές έχουν αυτό το χαρακτηριστικό, έχω δει όμως και ντόπιες με εντελώς γυμνό το λαιμό.

IV.   Σκαλτσουνάτες ή Καλτσουνάτες ή Τσουραπάτες κότες και κόκορας:
Μερικές φωτογραφίες δείχνουν έναν πολύ ωραίο καλτσουνάτο κόκορα και 2-3 κότες.
(© Αποστόλης Τζογάνης)
Α. Ο κόκορας δεν μπορώ να καταλάβω αν είναι νάνος ή μέτριος κανονικός, υποψιάζομαι μέτριος κανονικός όμως. Πολύ πιθανόν να είναι ντόπιος, λόγω χρωματισμού, σωματότυπου και κάποιων χαρακτηριστικών. Τα κάτω λειριά δεν είναι πολύ μεγάλα, ενώ το πάνω είναι κοντό και κάπως σγουρό, ένα ακόμη χαρακτηριστικό είναι το μακρύ πίσω νύχι που δεν είναι κοινό σε πτηνά εμπορίου, τουλάχιστον σε μετρίου μεγέθους και άνω. Τα φτερά στα πόδια είναι πάρα πολύ εντυπωσιακά και προσωπικά δεν έχω ξαναδεί στην Ελλάδα τέτοιο δείγμα. Δείχνει να έχει πάρα πολύ πλούσιους φτερωτούς μηρούς, με τα φτερά αυτών να καλύπτουν μεγάλο τμήμα του ταρσού, σχεδόν μέχρι τα δάχτυλα. Επίσης φέρει φτερά στην εξωτερική κυρίως πλευρά των ταρσών, τα οποία φτάνουν έως πολύ χαμηλά και καλύπτουν σχεδόν και τα δάχτυλα. Τον ασπρόμαυρο αυτό χρωματισμό του, τον έχω δει περισσότερο σε νάνους. Τέλος, ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι το πολύ πλούσιο φτέρωμα σε όλο του το σώμα. 
Β. Η ανοιχτόχρωμη καλτσουνάτη κότα, δείχνει μεσαίου μεγέθους και «βαρύ» τύπου. Έχει πλούσια φτερά στους μηρούς και αρκετά εξωτερικά των ταρσών, τόσα, ώστε να καλύπτουν το τμήμα αυτό, τα δάχτυλα δεν καλύπτονται πλήρως από φτερά, παρά μόνο η βάση τους. Το στυλ και ο τύπος των λειριών μοιάζει πάρα πολύ με του καλτσουνάτου κόκορα, κοντό και σγουρό το πάνω λειρί και μικρά τα από κάτω, σε αντιστοιχία δηλαδή με τον κόκορα, είναι το ιδανικό μέγεθος για το θηλυκό. Επίσης με του κόκορα, μοιάζει το σχήμα του κεφαλιού της και γενικώς ο σωματότυπος, δεν ξέρω αν έχουν κάποια συγγένεια, θα μπορούσε άνετα πάντως να έχουν κοινά γονίδια. Για το χρώμα της δεν έχω να πω κάτι, είναι ένα ζαχαρί-λευκό με ελαφρώς καφετιά στίγματα σε λαιμό, ουρά και φτερούγες. Σχετικά με το αν είναι ντόπια ή όχι, θα πρέπει να τσεκαριστεί η καταγωγή της και οι υπόλοιπες κότες του κοτετσιού ή της ευρύτερης περιοχής. Αν όντως είναι ντόπια θα έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον, κυρίως γιατί υπάρχει και αντίστοιχος κόκορας με πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Είναι πολύ θετικό που υπάρχει ζευγάρι με κοινά χαρακτηριστικά, ώστε να μπορέσει να διατηρηθεί η φυλή. Καλό θα ήταν να μην διασταυρώνονται με άλλα άτομα και να γίνει χωριστή εκτροφή. Δεν είναι και τόσο εύκολο να βρεθούν ταιριαστά ντόπια ζευγάρια σήμερα. Αυτό το λέω διότι έχω δει καλτσουνάτες κότες (μάλλον ντόπιες) διαφόρων τύπων σε κοτέτσια, αλλά χωρίς κόκορα.
Γ. Σε κάποιες φωτογραφίες βλέπω μία κόκκινη καλτσουνάτη κότα, δεν μπορώ να καταλάβω όμως εάν πρόκειται για το ίδιο άτομο ή διαφορετικά. Χρειάζεται μία διευκρίνιση εδώ. Η κότα αυτή φαίνεται να έχει αρκετά φτερά στους μηρούς, ενώ απ’ όσο μπόρεσα να διακρίνω σε όλες τις φωτογραφίες, μάλλον έχει φτερά στον ένα ταρσό (αριστερό) και όχι και στους δύο. Οπότε σίγουρα δεν μιλάμε για κότα που είναι καθαρά καλτσουνάτη, αλλά για κότα που φέρει ελλειμματικά χαρακτηριστικά καλτσουνάτης, πιθανώς από κάποιο παλιό γονίδιο, σε περίπτωση που είναι ντόπια ή γονίδιο από νεότερες αναμίξεις και διασταυρώσεις. Ο σωματότυπός της και ο κλασσικός χρωματισμός της θυμίζει γενικά ντόπια.
Χ. Λαθουράτη ή Πετρωτή ή Φασολάτη όρνιθα:
Σε κάποιες φωτογραφίες υπάρχει μία κότα λαθουράτη, για την οποία δεν έχω να κάνω κάποια ιδιαίτερα σχόλια παρά μόνο συγκρίσεις με κάποιες άλλες. Ο λόγος στο ότι δεν βλέπω κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ούτε στα λειριά, ούτε στον σωματότυπο κ.λπ.
Η Α φωτογραφία δείχνει την όρνιθα από το Αγρίνιο, η οποία με μια πολύ πρώτη ματιά φαίνεται αρκετά πιο σκούρα, ειδικά αν συγκριθεί με τις υπόλοιπες. Σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδας έχω δει λαθουράτες, είτε σε πιο σκούρα απόχρωση, είτε σε πιο ανοιχτόχρωμη, αλλά και σε συνδυασμούς με άλλα χρώματα και διάφορους τύπους, όπως σκουφάτη (αυτή που σχολίασα στην αρχή) και γυμνολαίμια (Βασίλη δες το Chicken breeds in Greece). Το πρόβλημα είναι πως κυκλοφορούν πάρα πολλές λαθουράτες στο εμπόριο και υπάρχουν αρκετές φυλές του εξωτερικού σε αυτόν τον χρωματισμό (π.χ. Plymouth rocks), εμείς για παράδειγμα στο σπίτι μου είχαμε αγοράσει λαθουράτες ή πετρωτές όπως τις λέμε εδώ και είναι αυτές της φωτογραφίας Β. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και εγχώριες λαθουράτες. Από το χωριό μου για παράδειγμα (Λιανοκλάδι Φθιώτιδας), έχω αναφορές πως υπήρχαν τέτοιου χρώματος όρνιθες πριν την δεκαετία του 1950. Μία απόδειξη ελληνικής λαθουράτης όρνιθας είναι αυτή της φωτογραφίας Γ. Πρόκειται για κότα από την Δυτική Πελοπόννησο, σε κοπάδι μεικτών χρωμάτων, πολύ παλαιάς εκτροφής (200+ ετών). Επίσης στην φωτογραφία Δ, βλέπουμε μία ντόπια λαθουράτη από την περιοχή των Τρικάλων, η οποία έχει καταγωγή, μάλλον από τα χαμηλότερα ορεινά χωριά που βρίσκονται στην περίμετρο της Θεσσαλίας (σύμφωνα με τους Βασίλη Λέκκα και Γιάννη Μπίλλα). Με άλλα λόγια δηλαδή, από τα ημιορεινά της Δυτικής Θεσσαλίας. Επίσης η κότα αυτή είναι από μεικτό κοπάδι χρωμάτων και διαφόρων άλλων ντόπιων θεσσαλικών γονιδίων, αλλά υπάρχουν κι’ άλλες λαθουράτες μαζί της (Βασίλης Λέκκας). Τέλος, στην φωτογραφία Ε, υπάρχει μία λαθουράτη που έχω εντοπίσει στα Αντικύθηρα, σε επίσης μεικτό χρωματικά κοπάδι. Απ’ όσο ξέρω στο νησί παλαιότερα υπήρχαν άλλου τύπου κότες, πιο μικρόσωμες, οι οποίες είναι δυσεύρετες σήμερα (εντόπισα ελάχιστα δείγματα, για τα οποία δεν είμαι και σίγουρος), προς το παρόν δεν έχω ερευνήσει το ενδεχόμενο αν υπήρχε τέτοιος χρωματισμός στις κότες. Οι σημερινές κότες του νησιού -όπως και αυτή στην φωτογραφία- είναι διασταυρώσεις παλαιών με κότες άλλων γειτονικών περιοχών (π.χ. Κρήτη, Κύθηρα, Νότια Πελοπόννησο). Δεν αποκλείεται όμως να υπάρχουν και κάποιοι τύποι αυτόχθονοι του νησιού, μιας και εντόπισα τουλάχιστον 3-4 τύπους εκεί. Υποψιάζομαι πως εκτός από την αυτόχθονη μικρόσωμη που υπάρχει, ίσως να υπάρχει τουλάχιστον άλλος ένας τύπος. Όλο αυτό το λέω γιατί θέλω να τονίσω, πως είναι αρκετά δύσκολο, να διατηρηθεί μία ντόπια φυλή καθαρή, ακόμη και σε ένα μικρό και σχετικά αποκομμένο νησί, όπως είναι τα Αντικύθηρα. Το γονίδιο της λαθουράτης εκεί, δεν ξέρω ακόμη από πού κρατάει, όλα όμως είναι πιθανά.
Ένα άλλο σχόλιο που θέλω να κάνω στις ανωτέρω φωτογραφίες είναι για τους χρωματισμούς τους. Είναι ξεκάθαρο πως ο τόνος του μαύρου και του γκρίζου, καθώς και τα άσπρα στίγματα διαφέρουν αρκετά από όρνιθα σε όρνιθα. Τα στίγματα βλέπουμε πως άλλα είναι πιο μικρά, άλλα πιο μακρόστενα, άλλα έχουν διαφορετική διάταξη κ.λπ. και ο τόνος του μαύρου, σε άλλες είναι έντονος (π.χ. Αγρινίου και Αντικυθήρων) και σε άλλες πολύ ελαφρύς, θα έλεγα γκρίζο (π.χ. Τρικάλων και Πελοποννήσου). Φυσικά η εν λόγω όρνιθα, διαφέρει αρκετά από τις υπόλοιπες σε αυτά τα χαρακτηριστικά, κάτι που την κάνει πιο ιδιαίτερη, το πιο μαύρο χρώμα, τα λιγότερα και μάλλον μικρότερα άσπρα στίγματα είναι φανερά. Επίσης έχει ελάχιστες διαφορές και στο κεφάλι και στα λειριά. Για τον σωματότυπο δεν θα έλεγα πως βλέπω κάποια χτυπητή διαφορά. Ότι επιπλέον πληροφορία μάθουμε γι’ αυτήν θα είναι πολύ χρήσιμη και θα μπει από ένα ακόμη κομμάτι στα παζλ «ντόπιες ελληνικές όρνιθες» και «λαθουράτο αυτόχθονο γονίδιο».
XI.   Κόκκινος κόκορας:
 Σε μία φωτογραφία βλέπω έναν κόκκινο κόκορα (φωτό Α), πιθανώς να είναι ντόπιος, μιας και φέρει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το μέγεθός του είναι μεσαίο προς μεγάλο και ο σωματότυπός του κανονικός. Το χρώμα που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος του σώματός του είναι το καφεκόκκινο, φέρει μαύρα στίγματα στο στήθος και στις φτερούγες, καθώς και μαύρη ουρά. Ντόπιο κόκορα με τόσο μεγάλο καφεκόκκινο ποσοστό στο σώμα του έχω δει ελάχιστες φορές, στις φωτογραφίες παραθέτω τα δείγματα. Η φωτογραφία Β, του Βασίλη Λέκκα, δείχνει ντόπιο κόκορα από την Βοιωτία. Οι άλλες δύο αφορούν δείγματα που έχω βρει στα Αντικύθηρα (Φωτό Γ) και στην Ευρυτανία (Φωτό Δ), είναι βγαλμένα από κλώσσα και πιθανώς ντόπια. Το κοινό όλων είναι το μεγάλο ποσοστό του καφεκόκκινου χρωματισμού και η μαύρη - γυαλιστερή ουρά. Αυτός των Αντικυθήρων θα έλεγα πως μοιάζει και στα μαύρα στίγματα αρκετά με αυτόν του Αγρινίου. Πολλά κοκόρια που έχω δει -μάλλον ντόπια- είναι συνήθως καφεκόκκινα με μαύρο το κάτω μέρος του σώματός τους (κοιλιά, πλευρά, υπογάστριο κ.λπ.) και της ουράς ή με άλλους συνδυασμούς χρωμάτων σώματος και ουράς. Τα λειριά και στους τέσσερεις θα έλεγα πως έχουν αρκετές διαφορές. Ο εν λόγω κόκορας, του Αγρινίου, φέρει πολύ ιδιαίτερο λειρί που δεν έχω ξαναδεί. Το πάνω είναι αρκετά μικρό, «πεταχτό» και μοιάζει να είναι διπλό, τα κάτω λειριά είναι μεσαία και έχει αρκετά μακριά «αυτιά». Το πουλί είναι σίγουρα ενήλικο, οπότε δεν τίθεται θέμα τελικού σχηματισμού του λειριού του. Το σχήμα του σώματος γενικά διαφέρει κάπως απ’ τους υπόλοιπους τρεις, όπως και το χρώμα των ποδιών του, που είναι έντονα κίτρινα. Αυτό που δεν φαίνεται στην φωτογραφία είναι εάν φέρει πίσω νύχι ή όχι. Ο ντόπιος κόκορας από Βοιωτία φέρει μεγάλο πίσω νύχι, ενώ οι άλλοι δύο (Αντικυθήρων και Ευρυτανίας) φέρουν υπόλειμμα πίσω νυχιού.
XI.  Διάφορες κόκκινες όρνιθες:
Σε αρκετές φωτογραφίες παρατήρησα πως υπάρχουν μερικές κοκκινοκαφέ κλασσικές κότες, είτε μόνες τους, είτε μαζί με άλλες. Κάποιες μπορεί να είναι ντόπιες και κάποιες εμπορίου, είναι κάπως δύσκολο να το διακρίνω από φωτογραφίες, γενικώς κάποιες μοιάζουν, πέραν του χρώματος, στα λειριά και στον σωματότυπο. Δεν έχουν κάποιο αξιόλογο χαρακτηριστικό, απ’ όσο τις παρατήρησα, ώστε να μπορέσω να σχολιάσω κάτι, είναι αρκετά τυπικές. Μία που ξεχώρισα ιδιαίτερα είναι αυτή της φωτογραφίας Α, με τα μικρά λειριά. Το άνω λειρί δείχνει σαν τριπλό, είναι πολύ κοντό και σγουρίζει, τα κάτω λειριά είναι απλά μικρά, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και τα «αυτιά» είναι μεσαίου μεγέθους. Η κότα δείχνει να είναι ενήλικη και μάλλον μεσαίου, προς μεγάλου μεγέθους. Δεν έχουμε γενική εικόνα του πουλιού ώστε να δούμε κι’ άλλα χαρακτηριστικά της, τα λειριά της όμως ίσως να αποτελούν στοιχείο για αβελτίωτη,

ντόπια όρνιθα. Υποψιάζομαι πως μέσα σε όλες τις κόκκινες -που υπάρχουν και σε άλλες φωτογραφίες πέραν απ’ αυτών που παραθέτω εδώ- ίσως να υπάρχουν και εμπορίου, οπότε έχουμε μεικτούς πληθυσμούς. Υπάρχει και η περίπτωση βέβαια, κάποιες από αυτές να είναι υβρίδια με εμπορίου, είτε από πρόσφατες διασταυρώσεις, είτε από παλαιότερες. Πάντως για τις κόκκινες δε μπορώ να πω με σιγουριά πως όλες είναι ντόπιες.
Πριν κλείσω με τις κόκκινες, θα ήθελα να σημειώσω πως, όπως είδαμε και παραπάνω, στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν και κόκκινες με το γονίδιο του σκουφιού και των φτερών στα πόδια. Οι συγκεκριμένες κότες με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν φαίνεται να έχουν μεγάλες διαφορές στο τύπο του σώματος με τις κλασσικές κόκκινες. Είναι ένα ακόμη στοιχείο για το οποίο πιστεύω πως έχουν γίνει παλαιότερα αναμείξεις με άλλες όρνιθες εκτός περιοχής. Υπάρχει δηλαδή αρκετά μεγάλη ποικιλία σε τύπους, χρώματα κ.λπ. και η ομοιογένεια είναι πάρα πολύ μικρή σε ελάχιστα δείγματα, τα οποία καλό θα ήταν να ερευνηθούν περαιτέρω. Τόσο μεγάλη ποικιλία και ίσως λίγο περισσότερο, έχω συναντήσει στην Αίγινα, όπου πραγματικά υπάρχουν όρνιθες χιλίων-δύο τύπων και χρωμάτων. Απ’ όσο ρώτησα εκεί και μου είπαν, υπάρχουν πάρα πολλές κότες εμπορίου και κατά περίεργο τρόπο διατηρούνται ακόμη πολλές ντόπιες φυλές του νησιού, οι οποίες είτε διατηρούνται λόγω αυστηρής εκτροφής, είτε εμφανίζονται τυχαία ή επιλεκτικά μέσα σε μεικτά κοπάδια. Το δυσάρεστο εκεί είναι πως υπάρχουν κάποιοι πολύ ιδιαίτεροι και ξεχωριστοί τύποι οι οποίοι δεν εκτρέφονται χωριστά. Κάτι παρόμοιο υποψιάζομαι πως μάλλον παίζεται και στο Αγρίνιο. Φυσικά και σε άλλες περιοχές υπάρχουν αντίστοιχες καταστάσεις, με την διαφορά πως είναι πολύ πιο δύσκολο να εντοπίσεις ντόπιο δείγμα. Οπότε το Αγρίνιο, όπως και η Αίγινα αποτελούν ιδανικές περιπτώσεις για την προστασία, την ανάκαμψη και την διατήρηση ντόπιων φυλών, μιας και τα δείγματα είναι αρκετά και τα γονίδια δεν έχουν χαθεί ακόμη.
ΒΑΣΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ!!!: Από εμπειρία έχω δει πως σε κάποιες περιοχές, όταν τους λες για κότες ντόπιες ή σπιτικές, σου δείχνουν αυτές που έχουν βγει από κλώσσα, ασχέτως αν η κλώσσα προέρχεται από παλαιά εκτροφή ή από εμπόριο! Αυτό είναι ένα κύριο σημείο που θα πρέπει να δίνεται μεγάλη σημασία ώστε να μην γίνονται παρεξηγήσεις μεταξύ αυτόχθονων και εμπορίου. Πρέπει να υπάρχει ξεχωριστή διευκρίνιση για την καταγωγή της κλώσσας! Για παράδειγμα, μου έχει τύχει να μου πουν, έλα να δεις σπιτικές ντόπιες κότες από κλώσσα και όταν τους ρωτάω από πού κατάγεται η κλώσσα, να μου λένε από φορτηγό! Όταν τους επισημαίνω πως οι κότες δεν είναι ντόπιες, τότε επιμένουν λέγοντάς μου πως είναι από κλώσσα. Είναι φανερό λοιπόν πως υπάρχει πολύ μεγάλη σύγχυση μεταξύ κλώσσας και αυτόχθονης φυλής, ή ντόπιας και σπιτικής κότας με κότες εμπορίου! Θα ξανατονίσω πως χρειάζεται διευκρίνιση αυτό!
Ένα άλλο βασικό πρόβλημα είναι οι αυτόχθονες με τις εμπορίου που ζουν στον ίδιο χώρο, κάτι που χρειάζεται κι’ αυτό προσοχή. Δεν λέω στο ίδιο κοτέτσι, αλλά στον ίδιο χώρο, διότι την ημέρα πολλές ξεπορτίζουν και μπορεί να διασταυρωθούν με άλλες κότες της γειτονιάς, οι οποίες μπορεί να είναι εμπορίου.
Κάποιοι επίσης μπορεί να πουν αυτόχθονες κάποιες που τις είχαν αγοράσει για παράδειγμα πριν από 10 χρόνια και να τις βαφτίζουν ντόπιες.
Όλα αυτά και άλλα πολλά, είναι σημεία που θέλουν ιδιαίτερη προσοχή για τον εντοπισμό αυτόχθονων ελληνικών φυλών!
Όλα αυτά τα έγραψα για τον λόγο, πως σαν σύνολο σε αυτές του Αγρινίου δεν βλέπω κάποιο κοινό (ομοιογένεια) ή κυρίαρχο χαρακτηριστικό, έστω και σε ένα μικρό ποσοστό. Έχουν πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για ντόπιες (π.χ. λαθουράτη σκουφάτη, κάποιες μπουφούνες κ.α.), αλλά ένα ποσοστό τους προέρχεται πιθανόν από διασταυρώσεις. Αν βέβαια ο Αποστόλης μπορέσει και μας ξεχωρίσει από ποια κοτέτσια είναι ποιες και αν μπορέσουμε να έχουμε και μια μεγαλύτερη εικόνα, τότε σίγουρα τα συμπεράσματα θα είναι πολύ καλύτερα και εμφανή. Επίσης θα πρέπει να δωθεί σημασία στην Βασική Σημείωση που ανέφερα ανωτέρω. Χριστόπουλος Απόστολος

Πηγή: Σχόλια επί των ορνίθων Αιτωλοακαρνανίας σε φωτογραφίες του Αποστόλη Τζογάνη - Χριστόπουλου Απόστολου, Ιούλιος 2011